Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

ΕΠΟ12 (Ευρωπαϊκή Ανθρωπογεωγραφία) - 4/2009


ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2009

ΘΕΜΑ
«Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι η παγκοσμιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών που τη συνοδεύουν, οδηγούν σε ‘από-εδαφικοποίηση’ ή ‘από-τοπικοποίηση’ των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, αδυνατίζοντας έτσι τη σημασία του τοπικού επιπέδου. Αναλύστε τους κύριους λόγους για τους οποίους η άποψη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αβάσιμη, δίνοντας έμφαση στο ρόλο που παίζουν οι μεγάλες πόλεις και ειδικότερα οι πόλεις με πλανητική επιρροή στις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης. Χρησιμοποιήστε παραδείγματα.»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης αποτελεί ένα καίριο θέμα προβληματισμού λόγω των αντικρουόμενων απόψεων περί των αποτελεσμάτων της και του αναπόφευκτου του χαρακτήρα της, ως λειτουργία και διαδικασία που λαμβάνει χώρα πέρα και πάνω από τις επιλογές μας σε ατομικό αλλά συχνά και σε και κρατικό επίπεδο.
Σε πρώτη φάση λοιπόν, θα επιχειρηθεί μια εννοιολογική προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης ως προς το χαρακτήρα της, το περιεχόμενό της, τις αρχές που την διέπουν ως φαινόμενο και τις εκ πρώτης όψεως διακριτές επιπτώσεις της.
Ακολούθως, δεχόμενοι ότι οι νέες τεχνολογίες αποτελούν έναυσμα, αφορμή, δομικό συστατικό και για πολλούς γενεσιουργό αιτία του φαινομένου, θα επισημανθεί ο ρόλος των τεχνολογιών αυτών στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης, ειδικότερα όσον αφορά την αποτοπικοποίηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Σε ένα επόμενο στάδιο ανάλυσης, θα γίνει ειδική αναφορά στην αντίθεση παγκόσμιου-τοπικού και στον τρόπο που η παγκοσμιοποίηση μεταλλάσει το ρόλο και τη σημασία του κάθε ενός. Ειδικότερα, θα γίνει μια προσέγγιση της διάστασης αυτής μέσα από την χωροθέτηση των σύγχρονων πλανητικών μητροπόλεων και του ρόλου που παίζουν στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Κάνοντας χρήση όλων των παραπάνω αναλύσεων και επισημάνσεων, θα γίνει εκτενής παράθεση και διατύπωση επιχειρημάτων και παραδειγμάτων που αμφισβητούν την ολοκλήρωση της παγκοσμιοποίησης, αφήνοντας ερωτηματικά ως προς τον χαρακτήρα της διαδικασίας αυτής και της ικανότητάς της να επιφέρει τελικά αποτελέσματα σε πλανητικό επίπεδο.
Τέλος, θα διατυπωθούν κατάλληλα συμπεράσματα που θα κινούνται στην κατεύθυνση ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης τόσο της στρατηγικής όσο και της υλοποίησης της διαδικασίας, με τρόπο που να διαχέει κατάλληλα τα αποτελέσματα στους εμπλεκόμενους φορείς και εν τέλει στους λαούς που βιώνουν από πρώτο χέρι στην καθημερινότητά τους τα οφέλη και τις ζημίες των κρατικών και υπερ-κρατικών επιλογών.

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΗΣ
Ο όρος ‘παγκοσμιοποίηση’ εκ πρώτης εκφράζει την τάση των βιομηχανικών επιχειρήσεων και των χρηματαγορών για εξάπλωση σε οποιαδήποτε χώρα του πλανήτη. Πρόκειται δηλαδή για το φαινόμενο της διεθνοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας υπό την έννοια της υπέρβασης των εθνικών οικονομιών. Υιοθετώντας έναν πιο ευρύ ορισμό της έννοιας, διαπιστώνουμε ότι η παγκοσμιοποίηση δίνει έμφαση στην αυξημένη διασύνδεση και αλληλεξάρτηση μεταξύ αγορών, επιχειρήσεων, ιδεών, κανονιστικών πλαισίων και εν τέλει πολιτισμών. (Μαρακη, 2006 & Γιωτοπουλος, 2007)
Οι μοντέρνες κοινωνίες αναπτύχθηκαν πάνω στο πρότυπο της εθνικής κοινωνίας και του κράτους-έθνους με τα συστατικά στοιχεία της εθνικής βιομηχανίας, της εθνικής οικονομίας, των εθνικών συστημάτων δικαίου κλπ. Ο 21oς αιώνας έχει τα χαρακτηριστικά ενός ενιαίου κοσμικού συστήματος αλλά και παράλληλα ενός κόσμου κομματιασμένου στον οποίο οι τάσεις για παγκόσμια ένταξη και διακυβέρνηση είναι καίριες. Η καθιέρωση τής παγκοσμιοποίησης ως κεντρικού φαινομένου τής εποχής μας σημαίνει ότι ο παραδοσιακός εθνικός θεσμός τού κράτους βλέπει την κυριαρχία του να διαβρώνεται εξαιτίας τής αλληλεξάρτησης μεταξύ των μελών τής διεθνούς κοινότητας. Η εστίαση λοιπόν στο επίπεδο είτε ενός κράτους είτε μιας υπερεθνικής οντότητας όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, κρύβει τη βασική και καίρια διασύνδεση του τοπικού με το παγκόσμιο σύστημα. (Τσομπάνογλου, 2006)
H παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια αμφιλεγόμενη έννοια που έχει βρεθεί στο επίκεντρο μεγάλου θεωρητικού και πολιτικού ενδιαφέροντος και ερμηνεύεται με διαφορετικό τρόπο από διαφορετικά άτομα και οργανώσεις. Υπάρχουν στο ένα άκρο ένθερμοι υποστηρικτές που βλέπουν την ομοιογενοποιητική δυναμική της παγκοσμιοποίησης να δημιουργεί έναν ενιαίο κόσμο χωρίς σύνορα καταργώντας την γεωγραφική διαφοροποίηση και υπάρχουν στο άλλο άκρο σκεπτικιστές που υποστηρίζουν πως παρά τις φαινομενικές αλλαγές, τίποτε πραγματικά νέο δεν συμβαίνει στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού σε διεθνές επίπεδο. (Κουρλιουρος, 2004)
Μολονότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο οικονομική και θα μπορούσε κανείς να μιλήσει ακόμη για τεχνολογική, πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική παγκοσμιοποίηση, στη σημερινή οικονομία της αγοράς η οικονομική παγκοσμιοποίηση αποτελεί την κύρια συνιστώσα της. Η παγκοσμιοποίηση νοείται από πολλούς ως ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μιας σειράς τεχνολογικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών-ιδεολογικών καινοτομιών. Ο βασικός παράγοντας που προκάλεσε αυτές τις αλλαγές, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ήταν η ανάδυση, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος. Σε αυτές οφείλεται εν πολλοίς η εγκαθίδρυση μιας κοινής καταναλωτικής κουλτούρας που συνενώνει διαφορετικούς λαούς και περιοχές του πλανήτη. Εν γένει, ο όρος παγκοσμιοποίηση υποδηλώνει την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των χωρών του πλανήτη στο οικονομικό, πολιτικoρυθμιστικό και πολιτιστικό επίπεδο. (Φωτοπουλος, 2005 & Κουρλιουρος, 2004)
Στο οικονομικό επίπεδο, η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται ως ελευθερία του κεφαλαίου στις τρεις κύριες μορφές του (χρηματικό, εμπορικό, παραγωγικό) έτσι ώστε να διαπερνά τα εθνικά σύνορα και να επενδύεται εκεί που παρουσιάζονται ευνοϊκότερες συνθήκες κερδοφορίας. Το χρηματικό κεφάλαιο αποτελεί την πλέον κινητική μορφή κεφαλαίου μέσω της λειτουργίας των διεθνών χρηματιστηρίων και της ηλεκτρονικής δικτύωσης πράγμα που επιτρέπει τεράστιο όγκο συναλλαγών σε ελάχιστο χρόνο. Το εμπορικό κεφάλαιο διακινείται μέσω του παγκόσμιου εμπορίου που έχει φιλελευθεροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν. Το παραγωγικό κεφάλαιο διακινείται μέσω των ξένων άμεσων επενδύσεων των πολυεθνικών εταιριών. Στο πολιτικό-ρυθμιστικό επίπεδο, η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται με την συρρίκνωση του ρυθμιστικού ρόλου των εθνικών κρατών και την αυξανόμενη σημασία διακρατικών θεσμών συντονισμού όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η NAFTA κλπ. Καμιά οικονομία σήμερα, όσο ανεπτυγμένη και αν είναι, δεν είναι πραγματικά ανεξάρτητη και καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να χαράξει οικονομική πολιτική χωρίς να λάβει σοβαρά υπόψη της το διεθνές περιβάλλον. Τέλος στο πολιτιστικό επίπεδο η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται με τη διάχυση κοινών καταναλωτικών και πολιτιστικών προτύπων και συμπεριφορών μέσω της τηλεόρασης, των εταιριών παραγωγής προϊόντων ψυχαγωγίας και μέσω του διαδικτύου. (Κουρλιουρος, 2004)

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Στη σύγχρονη φάση της παγκοσμιοποίησης, η πολλαπλή διασυνδεσιμότητα σε παγκόσμιο επίπεδο έγινε εφικτή χάρη στην τεχνολογική πρόοδο, που διευκολύνει σε τέτοιο βαθμό τις μεταφορές, τις επικοινωνίες και τη μετάδοση της πληροφορίας ώστε να μιλάμε για τον θάνατο της απόστασης. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας ενοποιεί σε παγκόσμιο επίπεδο τον σημερινό κόσμο ο οποίος συρρικνώνεται με την επέκταση των επικοινωνιών και την άμεση διάδοση των πληροφοριών. Η ψηφιακή επανάσταση εντείνει την αλληλεπίδραση των ανθρώπων σε διαφορετικούς τόπους και δημιουργεί έτσι μια πολιτισμική ανταλλαγή. Η συμπίεση του χώρου και του χρόνου μέσω της τεχνολογίας των Η/Υ και της μικροηλεκτρονικής αναδιατάσσουν τις έννοιες αυτές στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνική ζωή. (Λεοντίδου, 2005: σ347 & 350-351 και Γιωτοπουλος, 2007)
Η ανάπτυξη των συγκοινωνιών και επικοινωνιών μειώνει τις αποστάσεις και δημιουργεί τη συνείδηση ότι όλοι οι κάτοικοι της γης ανήκουν σε ένα παγκόσμιο χωριό. Η κινητικότητα των εργαζομένων και των επιχειρήσεων αυξάνεται και αυτό έχει συνέπειες στη γεωγραφική εικόνα της παραγωγής και της αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, η παγκοσμιοποίηση και τυποποίηση της γνώσης και η ευκολότερη μεταφορά τεχνογνωσίας δημιουργούν θεωρητικά τη δυνατότατα εξάπλωσης της τεχνολογίας σε οποιονδήποτε χώρο και κλάδο προς όφελος της ανάπτυξης. Η εκμηδένιση των αποστάσεων με τις τηλεπικοινωνίες και τις μεταφορές έχουν καταστήσει τον πλανήτη ένα ενιαίο σύνολο, όπου οι τρόποι κατανάλωσης και τα τεχνολογικά προϊόντα τείνουν να εξομοιωθούν και οι επιπτώσεις τους εμφανίζονται παντού. (Μαράκη, 2006 και Χατζημπιρος, 2002)
Η ραγδαία εξέλιξη των ηλεκτρονικών τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας, καθώς και η βελτίωση των μέσων μεταφοράς έχουν ως συνέπεια τη δραματική μείωση του κόστους διακίνησης υλικών, ανθρώπων και πληροφοριών. Συνεπακόλουθα, ο αυξανόμενος συγκεντρωτισμός των χρηματοοικονομικών θεσμών μέσω των οποίων κατανέμονται και χρησιμοποιούνται τα κεφάλαια, οδηγεί στην κυριαρχία μιας εικονικής ‘οικονομίας χαρτιών’, πάνω στην πραγματική οικονομία της παραγωγής. Οι διεθνείς ηλεκτρονικές ροές του χρηματικού κεφαλαίου σχετίζονται λιγότερο με τις πραγματικές ανάγκες χρηματοδότησης της υλικής παραγωγής και περισσότερο με κερδοσκοπικές κινήσεις. Έτσι τελικά επικρατεί η αυτονόμηση του χρηματικού από το παραγωγικό κεφάλαιο και η εγκαθίδρυση μιας βραχυπρόθεσμης οπορτουνιστικής λογικής του πρώτου έναντι της μακροπρόθεσμης στρατηγικής λογικής του δεύτερου. (Κουρλιουρος, 2004)
Αυτό που καθίσταται υπέρτατο αγαθό στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της ηλεκτρονικής διασύνδεσης είναι το δομικό συστατικό της πληροφορικής επιστήμης, δηλαδή η ψηφιακή γνώση-πληροφορία η οποία ρυθμίζει πλέον την κοινωνική και οικονομική υπόσταση των φορέων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η αυξανόμενη σημασία των άυλων εισροών (επιστημονική γνώση και καινοτομία) στις οικονομικές δραστηριότητες των ανεπτυγμένων χωρών μετασχηματίζει τις εθνικές οικονομίες από οικονομίες υλικών πόρων σε οικονομίες της γνώσης. Παρατηρείται έτσι η διεθνοποίηση της έρευνας και η ταχύτατη διάχυση νέων τεχνολογικών εφαρμογών τόσο στις διαδικασίες παραγωγής όσο και στα προϊόντα. Οι τεχνολογικές επαναστάσεις στις μεταφορές και επικοινωνίες διευκολύνουν σε κάθε περίπτωση την επέκταση της δράσης των πολυεθνικών επιχειρήσεων που είναι οι κύριοι φορείς της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. (Τσομπανογλου, 2006 & Κουρλιούρος, 2004)

‘ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ’ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ‘ΤΟΠΙΚΟΥ’ & ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥΠΟΛΕΙΣ
Ο Κουρλιούρος σημειώνει ότι μελετητές όπως ο Giddens θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση προϋποθέτει την αναδιάταξη του χρόνου και του χώρου στην κοινωνική ζωή. Και αυτό γιατί οι τεχνολογικές εξελίξεις στα παγκόσμια δίκτυα πληροφοριών ελαχιστοποιούν τον έλεγχο των τοπικών συνθηκών στη ζωή των ανθρώπων καθώς γεγονότα και διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί να έχουν επιπτώσεις και στις τοπικές συνθήκες. Η εμπειρία των καθημερινών κοινωνικών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων δεν συμπίπτει πλέον με τον χώρο στον οποίο συμβαίνουν. Η παγκοσμιοποίηση αφορά τον συσχετισμό ανάμεσα σε κοινωνικά γεγονότα και σχέσεις που βρίσκονται ‘σε απόσταση’ από το τοπικό σημείο αναφοράς. Αντίστοιχα μελετητές όπως ο Harvey, θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση εκφράζει τη μεταβαλλόμενη εμπειρία μας για το χώρο και το χρόνο. Η συμπίεση του χωρο-χρόνου εκφράζεται με την δημιουργία μιας ηλεκτρονικής παγκόσμιας αγοράς η λειτουργία της οποίας καταργεί τόσο τη γεωγραφική απόσταση στην διακίνηση των κεφαλαίων όσο και το χρονικό διάστημα που απαιτείται καθώς η διακίνηση αυτή πραγματοποιείται ακαριαία μέσω τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων και δικτύων Η/Υ. (Κουρλιουρος, 2004)
Η παγκοσμιοποίηση υποκινεί την ένταση του ανταγωνισμού ανάμεσα σε διαφορετικές περιφέρειες-χώρες-περιοχές για την προώθηση της εικόνας τους με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων. Η εστίαση λοιπόν στο επίπεδο είτε ενός κράτους είτε μιας υπερεθνικής οντότητας όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, κρύβει τη βασική και καίρια διασύνδεση του τοπικού με το παγκόσμιο σύστημα. Η αύξηση της χωροθετικής ελευθερίας του κεφαλαίου στις επενδυτικές αποφάσεις και η κατάργηση των γεωγραφικών εμποδίων ευνοούν την πραγματοποίηση επενδύσεων στις περιοχές εκείνες που παρουσιάζουν καλύτερες προοπτικές. Κατά συνέπεια έχουμε και αποεδαφικοποίηση της παραγωγής υπό την έννοια της ύπαρξης ενός μεγαλύτερου φάσματος εναλλακτικών τόπων εγκατάστασης των παραγωγικών επενδύσεων. (Τσομπανογλου, 2006 & Κουρλιούρος, 2004)
Η παγκοσμιοποίηση επιφέρει αλλαγές στην διοίκηση των κρατών-εθνών επιβάλλοντας μηχανισμούς ολικής κοινωνικής ενσωμάτωσης των πολιτών. Έτσι καθίσταται αναγκαία η στροφή της κεντρικής διοίκησης προς τα τοπικά προβλήματα με πρώτο βήμα την αποκέντρωση των υπηρεσιών. Οι λόγοι της αποκέντρωσης μπορεί να είναι είτε οικονομικοί ή να επιβάλλονται από τις συνθήκες ανταγωνισμού και την επιτάχυνση της ανταγωνιστικότητας. Οι νέες συνθήκες ανταγωνισμού και ο επακόλουθος καταμερισμός εργασίας έχουν ως αποτέλεσμα την μερική αντικατάσταση της μαζικής παραγωγής από νέες μορφές ευέλικτης παραγωγής, που βασίζονται στις μικρές μονάδες και στην εργασία σε αποκεντρωμένες περιφερειακές ομάδες. (Τσομπανογλου, 2006)
Η αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση οδηγεί σε καταστάσεις όπου οι αποφάσεις που λαμβάνονται στα πλαίσια μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών έχουν συχνά μεγαλύτερο βάρος από τοπικές ή περιφερειακές πολιτικές. Δυστυχώς όμως, παρά την σταδιακή ομογενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς, το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών διευρύνεται. Οι Δυτικές χώρες βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τις πρώην Ανατολικές χώρες και όλες μαζί σε μια διαρκώς αυξανόμενη απόσταση από τον 3ο Κόσμο (μη ανεπτυγμένες χώρες), ενώ η απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς ευνοεί τους ισχυρότερους σε βάρος των πιο αδύναμων. Το μεγαλύτερο μέρος των πόρων του πλανήτη χρησιμοποιείται ακόμα από μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων. Το χάσμα αναπαράγεται και στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων χωρών, με τους αποκλεισμένους και περιθωριακούς, κυρίως στις μεγάλες μητροπόλεις, να μην επωφελούνται από τα αγαθά της ανάπτυξης. (Χατζημπιρος, 2002)
Η δημιουργία μεγάλων μητροπόλεων εντάθηκε με την παγκοσμιοποίηση. Αρχικά στις ανεπτυγμένες χώρες, η κίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο προς την πόλη είχε ως κύριο αίτιο την εκβιομηχάνιση. Γενικότερα όμως η μεγάλη πόλη είναι, ακόμη και στις μη βιομηχανικές χώρες, ένα πλούσιο πεδίο δραστηριοτήτων, παραγωγικών ή μη. Το γεγονός αυτό, έγινε αιτία μεγάλης ροής ανθρώπων προς τις πόλεις. Μεταξύ του 1975 και του 1995, ο πληθυσμός των πόλεων αυξήθηκε κατά ένα δισεκατομμύριο και σήμερα σχεδόν οι μισοί άνθρωποι του πλανήτη, περίπου 3 δισεκατομμύρια, ζουν σε πόλεις. (Χατζημπιρος, 2002)
Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης η λεγόμενη μεγάλη μητρόπολη που αποτελεί επιτελικό κέντρο στην κορυφή της αστικής κυριαρχίας, αναφέρεται ως παγκοσμιούπολη. Πρόκειται για μεγάλα αστικά συγκροτήματα-κόμβους όπου συγκεντρώνεται η παγκόσμια οικονομική εξουσία, το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, οι υπηρεσίες εξυπηρέτησης, οι διεθνείς τηλεπικοινωνίες, οι πολυεθνικές δραστηριότητες, μαζί με ένα σύνολο εξειδικευμένου εθνικού ή μεταναστευτικού εργατικού και επιχειρησιακού δυναμικού. Εκεί φιλοξενούνται τόσο οι φορείς της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας όσο και ένα συνονθύλευμα κοινωνικά αποκλεισμένων πληθυσμών που εισέρευσαν όχι λόγω προδιαγραφών αλλά λόγω βιοποριστικής ελπίδας. Οι παγκοσμιουπόλεις όπως Παρίσι, Λονδίνο, Ν. Υόρκη αποτελούν επίσης προορισμό μετοίκησης μόνιμης ή προσωρινής ανώτερων διοικητικών στελεχών πολυεθνικών εταιριών και διεθνών οργανισμών. (Λεοντίδου, 2005: σ 352-353 & 370)

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ & ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΙΑΨΕΥΔΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Η μορφή της οικονομίας της αγοράς που έχει εγκαθιδρυθεί στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα αντιπροσωπεύει μια δομική αλλαγή, την μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα και όχι απλά μια αλλαγή οικονομικής πολιτικής. Παρόλο που δεν παύει να είναι το αποτέλεσμα μιας δυναμικής της οικονομίας που εγκαθιδρύθηκε δύο αιώνες πριν, η σημερινή οικονομία της αγοράς είναι πολύ διαφορετική από αυτήν του περασμένου αιώνα. Η σημερινή μορφή της οικονομίας όμως δύσκολα μπορεί να περιγραφεί ως παγκοσμιοποιημενη και μάλλον μοιάζει περισσότερο ως διεθνοποιημένη, εφόσον η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, είναι ακόμη περιορισμένη. (Φωτοπουλος, 2005)
Παρά την παγκοσμιοποίηση οι εθνικές οικονομίες εξακολουθούν να είναι πολύ ισχυρές (π.χ. η αμερικανική οικονομία, η ιαπωνική, η γερμανική κ.λπ.). Ο Όσκαρ Λαφονταίν για παράδειγμα δεν δέχεται την ύπαρξη μιας πραγματικά παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η κινητικότητα του κεφαλαίου που υλοποιείται είναι κοινωνικά και γεωγραφικά άνιση σε παγκόσμιο επίπεδο αφού περιορίζεται ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες της «τριάδας» ΗΠΑ-ΕΕ-Ιαπωνία αποκλείοντας έτσι από την παγκοσμιοποίηση ένα σημαντικό τμήμα του πλανήτη και του πληθυσμού του. Με το 70% των άμεσων επενδύσεων παγκοσμίως να συγκεντρώνεται στη Δυτική Ευρώπη, τις Η.Π.Α και την Ιαπωνία μάλλον μια διακρατική διαπλοκή μερικών οικονομιών έχουμε παρά μια παγκοσμιοποιημένη οικονομική συνισταμένη. (Μαρακη, 2006 & Κουρλιουρος, 2004)
Πολλοί άλλοι μελετητές, κρατούν ομοίως μια σκεπτικιστική στάση απέναντι στην παγκοσμιοποίηση θεωρώντας ότι παρά τις αλλαγές, τίποτε πραγματικά νέο δεν συμβαίνει στον καπιταλισμό, πέρα από την ενίσχυση της διεθνοποίησής του, που έτσι κι αλλιώς υπήρξε αυτονόητη. Η πραγματικότητα δείχνει ότι οι αληθινά διεθνείς εταιρίες είναι ελάχιστες, ενώ οι κατ’ όνομα πολυεθνικές έχουν στην ουσία εθνική βάση και κουλτούρα. Επιπλέον, ένα σημαντικό ποσοστό του διεθνούς εμπορίου αφορά συναλλαγές στα εσωτερικά δίκτυα των πολυεθνικών και όχι το πραγματικό εμπόριο μεταξύ χωρών. Οι ίδιες οι παγκόσμιες αγορές δεν είναι πραγματικά απελευθερωμένες αφού υπόκεινται στις πιέσεις των ισχυρών οικονομικών δυνάμεων. Ούτε η αύξουσα διεθνοποίηση των ροών κεφαλαίου αναιρεί το γεγονός ότι η πραγματική παραγωγή λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένα εθνικά-εδαφικά πλαίσια και συνεπώς ο ρόλος των εθνικών ρυθμιστικών πολιτικών είναι ακόμα σημαντικός για τον συντονισμό των παραγωγικών διαδικασιών. (Κουρλιουρος, 2004)
Ένα άλλο επιχείρημα ειδικά για το ζήτημα της εργασίας, λέει ότι η φαινομενική αδυναμία της εθνικής πολιτείας σε σχέση με την παγκόσμια κοινωνία, δεν πρέπει να μας απομακρύνει από το γεγονός ότι τα διάφορα είδη πολιτικής που μπορούν να ρυθμίσουν την εργασία μπορούν να εφαρμοσθούν μόνο σε εθνικό ή κοινοτικό επίπεδο. Εκεί βρίσκεται και η σχετική υπεροχή τού κράτους-έθνους. Εν τέλει, η πολυεπίπεδη επίδραση τής παγκοσμιοποίησης λειτουργεί καταλυτικά στον μετασχηματισμό των κρατικών διοικήσεων, καθώς αυτές αναδιαρθρώνονται και διεισδύουν εκ νέου σε τοπικά και περιφερειακά δίκτυα. (Τσομπανογλου, 2006)
Η αντίθεση που παρατηρείται στην διαδικασία διεθνοποίησης της έρευνας και της εξειδικευμένης γνώσης αποτελεί ένα ακόμα δείγμα ενός ισχυρού δικτύου προστατευτισμού που εφαρμόζεται σε ζητήματα καινοτομιών και επιστημονικών επιτευγμάτων, ιδικά σε θέματα νέων τεχνολογικών εφαρμογών υπό το πέπλο της επιλεκτικής προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων. Έτσι παρά την επέκταση της δράσης των πολυεθνικών επιχειρήσεων και δικτύων που είναι άλλωστε οι κύριοι φορείς της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, παρατηρείται αυξανόμενος έλεγχος των χρηματοοικονομικών ροών, των τεχνολογιών αιχμής και εν τέλει των αγορών από αυτές τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. (Κουρλιουρος, 2004)
Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να συγχέουμε την οικονομική παγκοσμιοποίηση με την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Η παγκοσμιοποίηση αναφέρεται στην περίπτωση μιας παγκόσμιας οικονομίας χωρίς σύνορα, στην οποία ο οικονομικός εθνικισμός έχει εξαλειφθεί και η παραγωγή έχει διεθνοποιηθεί με την έννοια ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν γίνει α-κρατικά σώματα που εμπλέκονται σε έναν ενιαίο εσωτερικό καταμερισμό της εργασίας ο οποίος καλύπτει πολλές χώρες. Από την άλλη η διεθνοποίηση αναφέρεται στην περίπτωση όπου οι αγορές μεν έχουν διεθνοποιηθεί, με την έννοια των ανοιχτών συνόρων για την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας, αλλά τα έθνη-κράτη εξακολουθούν να υπάρχουν και να ελέγχουν την εξουσία με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, σε ένα σύστημα όπου ο ρόλος του κράτους περιορίζεται προοδευτικά στο να εξασφαλίζει ένα σταθερό πλαίσιο αναφοράς για την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς. (Φωτοπουλος, 2005)
Η ιδέα ότι η παγκοσμιοποίηση καταργεί τα σύνορα, τα κράτη, τις γεωγραφικές αποστάσεις, οδηγώντας σε ένα κόσμο χωρίς σύνορα έχει τις φιλοσοφικές της αφετηρίες στις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού. Κάτω από τη θεμελιώδη αντίθεση ανάμεσα σε μαρξισμο-φιλελευθερισμο, βρίσκεται ο κοινός πυρήνας ενός παγκόσμιου ομοιογενοποιητικού οράματος και κοινωνικού σχεδιασμού για πρόοδο, ευημερία και απόλαυση των αγαθών του πολιτισμού. Ωστόσο, ιστορικά γεγονότα τραγικής υφής απέδειξαν ότι η διαδικασία δεν είναι ούτε ομαλή ούτε οικουμενικά αποδεκτή. Η τρομοκρατική επίθεση στο σύμβολο της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης, ύψωσε νέα σύνορα στον γεωπολιτικό χάρτη και πυροδότησε κύκλους εντάσεων, στρατιωτικής βίας, αντιεξουσιαστικών αντιδράσεων και αναρχίας που για πολλούς αποτελούν μέχρι και σύγκρουση πολιτισμών. Όποια εκδοχή και αν επιλέξει κανείς για την ερμηνεία των αιτίων, επιβεβαιώνεται ότι η ανθρωπότητα απέχει ακόμα μακριά από το τέλος των συνόρων και της γεωγραφίας. (Κουρλιουρος, 2004)
Ο πλανήτης μας δεν βιώνει μια παγκοσμιοποίηση αγαθότητας και ισοτιμίας αφού δεν είναι η επικοινωνία των λαών και η ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, ιδεών, πολιτισμών και δραστηριοτήτων που αναδύονται ως επιστέγασμα της ομογενοποιητικής προσπάθειας. Αντίθετα η παγκοσμιοποίηση βιώνεται ως η αντιφατική συνύπαρξη δυο αντίθετων κόσμων, ενός κόσμου άνεσης, αφθονίας, ισχύος και αλαζονείας από τη μια, και ενός κόσμου πάλης για επιβίωση, ανέχειας και κοινωνικού αποκλεισμού από την άλλη. Οι κόσμοι αυτοί που διεισδύουν ο ένας στον άλλο σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο αναπαράγουν μέχρι στιγμής στο χώρο και στο χρόνο την άνιση καπιταλιστική ανάπτυξη σε διεθνή αλλά και σε εθνική-περιφερειακή κλίμακα. (Κουρλιουρος, 2004 & Λεοντίδου, 2002: 181).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συνοψίζοντας μπορούμε να διαπιστώσουμε καταρχάς ότι τα οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά φαινόμενα της σύγχρονης κοινωνίας έχουν ανεπιστρεπτί περάσει στη φάση και το πλαίσιο μιας εξελισσόμενης παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση αυτή όμως δεν αποτελεί μια αυτεξούσια διαδικασία που συντελείται ερήμην και υπεράνω του ‘τοπικού’. Όπως το τοπικό δεν προϋπήρχε άθικτα και ανεπηρέαστα του πλανητικού έτσι και το πλανητικό δεν υφίσταται υπεράνω των τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Αποτελούν λοιπόν και τα δύο τους, τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία μιας δυναμικής και εξελισσόμενης αλληλοσυσχέτισης.
Η παγκοσμιοποίηση τόσο ως έννοια όσο και ως θεωρητικό πλαίσιο δείχνει να αποτελείται από αναρίθμητα ζεύγματα. Μπορεί να θεωρηθεί ως απόπειρα ομογενοποίησης και επικυριαρχίας του δυτικού καπιταλισμού στον υπόλοιπο κόσμο, μπορεί όμως και να θεωρηθεί ως πεδίο χειραφέτησης των αδυνάτων σε παγκόσμια κλίμακα. Ομοίως μπορεί να αποτελεί ομοιομορφία όσο και ποικιλότητα, συγκεντρωτισμό όσο και αποκέντρωση, καθολικότητα όσο και μερικότητα, παγκοσμιότητα όσο και τοπικότητα κλπ.
Η δημιουργία πολυπολιτισμικών κοινωνικών περιβαλλόντων αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης, θέτοντας στην πράξη την ανάγκη δημιουργίας κανονιστικών πλαισίων σεβασμού της διαφορετικότητας. Δηλαδή ενός κοινού πλαισίου εξισορρόπησης. Ακούγεται ουτοπικό αλλά αποτελεί μια ακόμα επιβεβαίωση του δίπολου χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης. Από την μια αναδεικνύει και τροφοδοτεί με έντονο και συχνά απάνθρωπο τρόπο τις διαφορές και τις ανισότητες και από την άλλη πασχίζει (ή έστω πρέπει να πασχίζει) να υπερκεράσει αυτές τις ανισότητες με τρόπο βιώσιμο, υγιή και επωφελή για όλους.
Είναι μάλλον ζήτημα οπτικής θεώρησης η εύκολη λύση της κατάταξης σε κάποιο στρατόπεδο υποστήριξης ή αντίθεσης, ο εναγκαλισμός δηλαδή του διπολισμού που μέχρι τώρα έχει πετύχει μόνο την αναπαραγωγή και διαιώνιση των ανισοτήτων. Η απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχει παγκοσμιοποίηση είναι τελικά απλή. Ασφαλώς και δεν υπάρχει παγκοσμιοποίηση στο βαθμό που δεν υπάρχει μια πανανθρώπινη συμφωνία για το ποια παγκοσμιοποίηση επιθυμούμε. Θα λέγαμε ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές παγκοσμιοποίησης ανάλογα με την σκοπιά από την οποία την λογίζουν και την χρησιμοποιούν οι διαφορετικοί agents, οι διαφορετικοί φορείς της (κράτη, υπερεθνικοί οργανισμοί, πολυεθνικές, ιδεολόγοι στοχαστές κλπ.)
Μπορούμε κατά συνέπεια να καταλήξουμε ότι πράγματι έχουμε άθελα ή ηθελημένα ενσωματωθεί σε μια πορεία παγκοσμιοποίησης που όμως δεν έχει σε καμία περίπτωση ολοκληρωθεί. Υπάρχει, έστω και καταστρατηγημένα κατά περίπτωση, ένα κοινό πλαίσιο αξιών. Όμως τα εθνικά και ιδιωτικά συμφέροντα καταφέρνουν να επικρατήσουν και να διαστρεβλώσουν την τελική πορεία προς κατευθύνσεις τα αποτελέσματα των οποίων δεν ευνοούν παρά μια μικρή μόνο μειοψηφία των εμπλεκόμενων φορέων.
Όταν οι λαοί και οι εκπρόσωποί τους συμφωνήσουν ειλικρινά και συνολικά χωρίς εξαιρέσεις όχι μόνο στο πλαίσιο αρχών και αξιών αλλά και στις διαδικασίες και μεθόδους υλοποίησης της παγκοσμιοποίησης και όταν διασφαλίσουν την απρόσκοπτη, αμερόληπτη, ουσιαστική και απαρέγκλιτη εφαρμογή των κανόνων και αρχών αυτών, τότε θα μπορούμε να πούμε ότι η διαδικασία παγκοσμιοποίησης θα μπορεί να βγει από τον φαύλο κύκλο ανατροφοδότησης των ανισοτήτων στον οποίο έχει περιέλθει. Διαφορετικά θα παραμείνουμε αέναα και επαναληπτικά σε ένα στάδιο προσέγγισης αλλά ποτέ ουσιαστικής επίτευξης της αρχικής σύλληψης της παγκοσμιοποίησης ως πορείας των ανθρώπινων κοινωνιών προς την πρόοδο, την ευημερία και τον πολιτισμό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γιωτόπουλος Π., 2007, Τα Ασύμμετρα Οφέλη της Παγκοσμιοποίησης. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.ierd.duth.gr/papers/ta_asymmetra_ofelh.pdf
2. Ευθυμιόπουλος Η., Μοδινός Μ. (επιμ.) 2002, Παγκοσμιοποίηση και Περιβάλλον, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
3. Κουρλιούρος Η., 2004, Η Συμβολή της Κριτικής Οικονομικής Γεωγραφίας στην Ολοκληρωμένη Προσέγγιση της Παγκοσμιοποίησης, 7ο Πανελλήνιο Γεωγραφικό Συνέδριο, Πρακτικά: Τόμος ΙΙ (σελ. 126-135). Μυτιλήνη: Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Γεωγραφίας. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.srcosmos.gr/srcosmos/showpub.aspx?aa=6339
4. Λεοντίδου Λ., 2005, Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στις Επιστημολογικές Διαδρομές της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
5. Λεοντίδου Λ., 2002, Η Πόλη της Παγκοσμιοποίησης: Τοπία Εξουσίας και Εστίες Αντίστασης στον Πλανητικό Πολιτισμό, στο Ευθυμιόπουλος & Μοδινός (επιμ.) 2002: 181-194, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
6. Μαράκη Ε., 2006, Η Επίδραση της Παγκοσμιοποίησης στη Ζήτηση και την Προσφορά Εργασίας και στη Διαμόρφωση των Μισθών, Επιστημονικό Βήμα, τεύχος 6, Ιούνιος 2006, σελ 170-180, Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.syllogosperiklis.gr/ep_bima/epistimoniko_bima_6/14_maraki.pdf
7. Τσομπανόγλου Γ., 2006, Κοινωνική Οικονομία, Κοινωνικό Κεφάλαιο, Τοπική Ανάπτυξη Μέσω Καινοτόμων Δράσεων. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://62.103.39.56:8080/ketakemak_images/KoinonikiOikonomia-Koinonikokefalaio-Anaptyximesaapokainotomesdraseis_F24488.pdf  
8. Φωτόπουλος Τ., 2005, Οι Αντιτιθέμενες Προσεγγίσεις της Παγκοσμιοποίησης, Διάπλους, τεύχος 9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005, Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grvarious/diaplous_aug_05.htm
9. Χατζημπίρος Κ., 2002, Το πλανητικό Οικοσύστημα, Παγκοσμιοποίηση Υπανάπτυξη και Προοπτικές, στο Ευθυμιόπουλος & Μοδινός (επιμ.) 2002, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Διαθέσιμο και στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.itia.ntua.gr/~kimon/limnos4.doc


© ΙΖ 2009

ΕΠΟ12 (Ευρωπαϊκή Ανθρωπογεωγραφία) - 1/2009


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2009

ΘΕΜΑ
«Ποιες ήταν οι προβιομηχανικές μεταποιητικές δραστηριότητες στην Ευρώπη και πώς η συγκρότηση και ανάπτυξή τους διευκόλυνε την επερχόμενη Βιομηχανική Επανάσταση; Ειδικότερα αναφερθείτε στη γεωγραφική κατανομή της βιοτεχνίας σε περιοχές της Ευρώπης και στους διάφορους τύπους οικισμών από το 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σύμφωνα με τον Benevolo (1977, σ.35) η βιομηχανική επανάσταση είναι ένα εννοιολογικό κατασκεύασμα, της προσπάθειας ορισμού του συνόλου των μετασχηματισμών και των σύνθετων και αλληλένδετων φαινομένων, τα οποία έλαβαν χώρα σε ένα σχετικά σύντομο ιστορικά εύρος χρόνου. Αποτέλεσμα αυτής της επανάστασης, ήταν η εκ βαθέων μεταβολή πρωτίστως της οικονομικής αλλά και κοινωνικής πραγματικότητας, με επιπτώσεις στις ανθρώπινες σχέσεις στο χώρο και στο χρόνο.
Ο όρος ‘επανάσταση’ έχει μεγαλύτερη σημασία ως προς την έννοια της ρήξης με το παρελθόν, παρά ως προς τη διάρκεια ζωής ή την διαδικασία υλοποίησης. Θεωρώντας λοιπόν ότι η εκβιομηχάνιση ήταν μια εξελικτική και σταδιακή διαδικασία που ανέτρεψε εκ βάθρων τα κατάλοιπα των φεουδαρχικών δομών οικονομίας και κοινωνίας, έχει λογική να εξετάσουμε το διάστημα μέχρι τον 19ο αι. όπου συντελέστηκαν όλες εκείνες οι διεργασίες που προετοίμασαν την εκδήλωση της βιομηχανικής επανάστασης.
Γι’ αυτό, θα παρουσιαστεί κατάλληλα το εύρος των μεταποιητικών δραστηριοτήτων στις διάφορες περιοχές της Ευρώπης, προκειμένου να εντοπιστούν τα σημεία εκείνα που κατέστησαν ομαλή και αυτονόητη τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα. Για να διατυπωθεί αυτή η σχέση μεταποιητικής βιοτεχνίας και βιομηχανίας, θα επιχειρηθεί μια συνοπτική και συμπυκνωμένη χρονική αναδρομή, υπό το πρίσμα της αστικοποίησης και του ρόλου της ‘πόλης’ στην διαμόρφωση των ικανών και αναγκαίων συνθηκών εκβιομηχάνισης.
Δεν θα δοθεί έμφαση στην λογική περιγραφής χρονολογιών, πόλεων, προϊόντων, πρώτων υλών και τεχνολογικών καινοτομιών, καθώς βασικός στόχος είναι να αποδειχτεί ότι το προβιομηχανικό υπόστρωμα και οι επιπτώσεις του στο χώρο, ενθάρρυναν και υποστήριξαν με τις κατάλληλες συγκυρίες τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα. Ειδικότερα δε, ότι το πλέγμα οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώθηκε, δεν ήταν τόσο ‘επαναστατικό’ όσο ακούγεται αλλά αποτέλεσε συνέχεια και μετεξέλιξη μιας πρότερα διαμορφωμένης κατάστασης.

ΟΙ ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Κατά τον 14ο αιώνα, η μείωση του πληθυσμού λόγω των επιδημιών αλλάζει τις παραμέτρους προσφοράς-ζήτησης. Οι αμοιβές βελτιώνονται ενώ το κόστος τροφής μικραίνει. Η αγοραστική δύναμη στρέφεται σε προϊόντα καλύτερης ποιότητας, που τώρα γίνονται προσιτά σε περισσότερους ανθρώπους. Οι ανάγκες ένδυσης αποκτούν πρωταρχικό ρόλο, ωθώντας σε ανάπτυξη της υφαντουργίας και στη δημιουργία νέων αστικών κέντρων (Μπολόνια, Βερόνα, Lier) όπου το ένδυμα αποτελεί βασική βιοτεχνική δραστηριότητα. Η εξειδίκευση συγκεκριμένων περιοχών σε συγκεκριμένα στάδια της επεξεργασίας του μαλλιού (Μπρυζ, Γάνδη) προκαλεί μία κινητικότητα προϊόντων ανάμεσα σε διάφορες πόλεις. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 193)
Η σιδηρουργία-μεταλλουργία είναι ο έτερος βιοτεχνικός κλάδος που αναπτύσσεται. Οι περιοχές που διαθέτουν σιδηρομεταλλεύματα (Άλπεις, Πυρηναία, Δ.Γερμανία) αποτελούν έδρα νέων αστικών κέντρων. Επίσης μέρη με υδάτινους πόρους που ευνοούν τη χρήση νερόμυλου για την επεξεργασία του σιδήρου σε καμίνια, αποτελούν πρόσφορες τοποθεσίες εγκατάστασης πληθυσμών. Περιοχές επαρκείς σε ξυλεία (Σουηδία) ως καύσιμη ύλη ευνοούν την σιδηρουργική δραστηριότητα. Όμως, η έλλειψη τεχνογνωσίας και των μέσων για βαθύτερη εξόρυξη μεταλλευμάτων, οδηγεί σε κρίση τον κλάδο κατά τον 15ο αιώνα. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 193-194)
Ο 16ος αιώνας χαρακτηρίζεται από αλλαγές στη δομή και την οργάνωση της βιοτεχνίας και της μεταποίησης. Η ζήτηση βιοτεχνικών προϊόντων αυξάνεται στις αγροτικές περιοχές, ενώ υπήρξε πτώση στις αστικές βιοτεχνίες της βόρειας Ευρώπης. Επίσης η ζήτηση για πρώτες ύλες σε συνδυασμό με τον ασφυκτικό έλεγχο των συντεχνιών στα αστικά κέντρα, ευνοούν την αύξηση της βιοτεχνικής παραγωγής στις αγροτικές περιοχές, όπου το εργατικό κόστος είναι φτηνό. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 211 & Pounds, 2001: 43).
Οι εξελίξεις ήταν έντονες στους βασικούς μεταποιητικούς κλάδους της υφαντουργίας και την μεταλλουργίας. Στην υφαντουργία, αυξάνει η σημασία των λινών στην Β. Ευρώπη και ο τόπος παραγωγής περνά στα κέντρα της επαρχίας. Στην Ιταλία, την πιο σημαντική θέση στην παραγωγή κατείχε η εριουργία, τα υφάσματα της οποίας ήταν ποιοτικά ανώτερα, όμως όταν ανταγωνιστικά κέντρα άρχισαν να διεκδικούν μερίδιο, όπως η Γαλλία η Αγγλία και η Ολλανδία, με χαμηλότερης ποιότητας και φθηνότερα υφάσματα, τελικά κέρδισαν τις διεθνείς αγορές. Στο μεταξύ η παραδοσιακή βιοτεχνία της Φλάνδρας έχει καταρρεύσει και εμφανίζονται νέα κέντρα όπως Λιέγη, Ουτρέχτη. Στον τομέα αυτό η Βενετία κατέχει τα ευρωπαϊκά πρωτεία κυρίως λόγω της πολυτέλειας των προϊόντων. Την ίδια εποχή έχουμε εξελίξεις στην βιοτεχνία δέρματος με τη χρήση ακατέργαστου υλικού, την κεραμική και την υαλουργία, την παραγωγή χαρτιού σε σημαντικές ποσότητες και την εξέλιξη της σφυρηλάτησης και τη δυνατότητα παραγωγής ατσαλιού. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 211-212 & Pounds, 2001: 43-44).
Από τις πιο σημαντικές εξελίξεις της περιόδου είναι η τάση συσσώρευσης και ελέγχου του εργατικού δυναμικού με τη χρήση της βιοτεχνικής μονάδας ως μεθόδου οργάνωσης της παραγωγής στην Βρετανία και ακολούθως έλευση του εργοστασίου όπου γίνεται χρήση των πρώτων μηχανημάτων. Το εργοστάσιο αντιπροσωπεύει ένα ποιοτικό άλμα στην διαδικασία της μεταποίησης, καθώς η αύξηση της κλίμακας παραγωγής και ο έλεγχος της εργατικής δύναμης ανταποκρίνονται στην τάση συσσώρευσης του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης. Η πλειοψηφία των νέων παραγωγικών μονάδων βρίσκεται σε μη αστικές περιοχές όπου δεν υπάρχουν περιορισμοί στη χρήση των επαρκών υδάτινων πόρων. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 227 & Pounds, 2001: 101-103).
Σημαντική για τα την μεταλλουργία, υπήρξε η τεχνολογική καινοτομία της χρήσης υψικαμίνου για την καλύτερη επεξεργασία του σιδήρου. Η υψικάμινος παρήγαγε υψηλότερη θερμοκρασία, απαραίτητη για την τήξη του κασσίτερου και την παρασκευή του κράματος του μπρούντζου. Η μεγαλύτερη ποσότητα σιδήρου έβγαινε στο εμπόριο ως μαλακός σίδηρος και είχε άπειρες χρήσεις για τις ανθρώπινες ανάγκες. (Pounds, 2001: 47).
Ένα γεγονός που επιφέρει νέα δεδομένα στον μεταποιητικό χάρτη της Ευρώπης, είναι η αντικατάσταση του ξύλου από τον γαιάνθρακα ως καύσιμης ύλης για την μεταλλουργία. Η χρήση του ατμομηχανών που καίνε άνθρακα τον 18ο αι. απελευθερώνει την παραγωγή από τους υδάτινους πόρους, κατευθύνει όμως τη δημιουργία νέων βιοτεχνικών μονάδων και πόλεων στις ανθρακοφόρες περιοχές με επαρκή κοιτάσματα ή κοντά σε λιμάνια από όπου εισέρεαν οι πρώτες ύλες. Έτσι οδηγούμαστε στο τέλος των διάσπαρτων βιομηχανιών, ενώ νέες μορφές αστικών οικισμών δημιουργούνται, καθώς η βιομηχανική δράση ενός τόπου ευνοεί την εμφάνιση άλλων επιχειρήσεων, που προσφέρουν υπηρεσίες που προκύπτουν από τη συγκέντρωση της παραγωγής και το καταναλωτικό κοινό. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 228 & 236)
Τέλος η τεχνολογική αιχμή της χρήσης του σιδηρόδρομου, επιτρέπει τη διασπορά της βιομηχανίας σε περιοχές μακριά από την πηγή της πρώτης ύλης, όπου και γίνεται αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού της προβιομηχανικής περιόδου. Η δυνατότητα μεταφοράς της πρώτης ύλης, παρακάμπτει την παράμετρο της απόστασης για την κατασκευή εργοστασίων και βιομηχανικών μονάδων. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 259-260)

ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΡΙΝ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
Στις πόλεις του 15ου και 16ου αι., οι εξειδικευμένοι τεχνίτες στην κατασκευή ειδών για την εύπορη φεουδαρχική τάξη (χαλιά, έπιπλα, κοσμήματα κλπ), οργανώνονται σε συντεχνίες για να ελέγχουν την προνομιακή τους θέση στην μεταποιητική παραγωγική διαδικασία, δρώντας ανεξάρτητα από τους έμπορους και συχνά καθορίζοντας την ποιότητα-ποσότητα-τιμή των προϊόντων στην αγορά της πόλης. Η στεγανότητα των συντεχνιών, ωθεί τους έμπορους στην ύπαιθρο όπου αναπτύσσεται η οικοτεχνία και δημιουργούνται βιοτεχνικά χωριά αστικού μεγέθους, όπου σε επίπεδο οικογένειας παράγονται μέτριας ποιότητας αλλά χαμηλού κόστους προϊόντα, κυρίως υφάσματα. Η επικράτηση της οικοτεχνίας και η μαζική υφαντουργική παραγωγή της υπαίθρου, οδήγησε αρκετά αστικά υφαντουργικά κέντρα σε μαρασμό. (Pounds, 2001: 36)
Από τον 16ο αι. η αστικοποίηση ενισχύεται και γεννιούνται νέες πόλεις συνήθως μικρού και μεσαίου μεγέθους. Στα πλαίσια της οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας, αναπτύσσεται σε τοποθεσίες εύφορων εδαφών και εμπορίου η πόλη-εμπορικό κέντρο. Κοντά σε υδάτινες διόδους η πόλη-λιμάνι (Σεβίλλη, Λισαβόνα, Αμβέρσα, Μασσαλία, Άμστερνταμ) ειδικότερα και λόγω της επικοινωνίας με τις υπερπόντιες κτήσεις. Στα πλαίσια των εθνικών κρατών, δηλαδή σε περιοχές έδρας της κρατικής εξουσίας, έχουμε την πόλη-πρωτεύουσα (Παρίσι και πολύ αργότερα Λονδίνο). Επίσης και οι τόποι θρησκευτικής λατρείας, αποτέλεσαν δευτερευόντως προορισμό μετανάστευσης των αγροτικών πληθυσμών. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 207-208, & Pounds, 2001: 28-29 & 33-34 & 36)
Ενώ οι μικρές πόλεις μπορούσαν να αυτοσυντηρούνται με την βιοτεχνία, και την τοπική παραγωγή, οι μεγάλες πόλεις βασίζονταν αναγκαστικά στην ανταλλαγή προμηθειών όπως στις Κάτω Χώρες που εισήγαγαν σιτηρά από τη Βαλτική. Η ανάγκη αποτίναξης του ελέγχου της υφαντουργίας στην πόλη οδήγησαν στη δημιουργία βιοτεχνικών χωριών αστικού μεγέθους (Δ. Φλάνδρα, Β. Γαλλία) (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 208)
Είναι γεγονός ότι η επέκταση στον Νέο Κόσμο μετατόπισε γεωγραφικά το πολιτικό και οικονομικό κέντρο της Ευρώπης από τον νότο προς τις χώρες που βρέχονται από τον Ατλαντικό. Στις πόλεις προϋπάρχουν βιοτεχνίες που προσελκύουν εργατικό δυναμικό. Τα ενδομεταναστευτικά ρεύματα από τις καθολικές στις προτεσταντικές χώρες και η κινητικότητα ηθελημένη ή αναγκαστική ειδικευμένων τεχνιτών, ισοδυναμεί με μεταφορά τεχνογνωσίας στα νέα αστικά κέντρα, έτσι ώστε νέες περιοχές αναδύονται ενώ άλλες παρακμάζουν. Σε συνδυασμό με την σταδιακή τεχνολογική πρόοδο, ο προτεσταντικός βορράς καθίσταται περιοχή άνθησης έναντι του καθολικού νότου. (Λαγουδάκη, 2006)

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ
Το παράδειγμα της Βρετανίας είναι χαρακτηριστικό για να καταδείξει την εξελικτική μορφή της εκβιομηχάνισης και την στήριξη της σε προγενέστερες δομές. Η Βρετανία αποτέλεσε μια παγκόσμια δύναμη με πολλές αποικίες και ισχυρό στόλο. Οι εμπορικές μεταφορές της απέφεραν πλούτο σε πρώτες ύλες και αποικιακά προϊόντα, παίρνοντας την πρωτοκαθεδρία από τον γεωργικό τομέα ως πηγή εσόδων. Η συσσώρευση εσόδων και κεφαλαίων οδήγησε σε αύξηση της προσφοράς χρήματος διαθέσιμου για επενδύσεις. Η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος με ένα σύστημα διακυβέρνησης από αντιπροσωπευτικό κοινοβούλιο και η φιλελεύθερη θεωρία της ελεύθερης αγοράς με απεριόριστη διακίνηση προϊόντων και κεφαλαίων, υπήρξαν καθοριστικά στην κατάλληλη επανεπένδυση του χρήματος σε καινοτομίες. (Φραγκόπουλος)
Η ανάγκη εξάλλου για ικανοποίηση της αυξημένης ζήτησης προϊόντων λόγω αύξησης του πληθυσμού, κατέστησε επιτακτική την ενίσχυση της παραγωγής. Έτσι οι καινοτομίες στον αγροτικό τομέα με χρήση λιπασμάτων, μηχανών για όργωμα και θέρισμα και η αξιοποίηση των εδαφών χωρίς αμειψισπορά και αγρανάπαυση, αύξησαν την παραγωγή. Η αγροτική ιδιοκτησία ήδη από τον 17ο αι. έχει ξεφύγει από τις παραδοσιακές δομές και οι συντεχνίες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί πράγμα που φέρνει τις κοινωνικές τάξεις πιο κοντά ως προς τις ευκαιρίες ανέλιξης, δημιουργώντας μια επαγγελματική και γνωστική κινητικότητα όμοια με εκείνη της βιομηχανικής φιλελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς. (Φραγκόπουλος)

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΒΙΟΜΗΧΑΝΙΣΗΣ
Μέχρι τον 17ο αι. παράγοντες όπως η τεχνολογική πρόοδος, η εδραίωση της χρηματικής οικονομίας, οι ναυπηγικές βελτιώσεις, η ίδρυση εμπορικών εταιριών, η διαμόρφωση χρηματαγορών και η υψηλή αστικοποίηση συγκεκριμένων περιοχών, ευνόησαν την εμπορική δραστηριότητα. Η έκρηξη των εμπορικών δραστηριοτήτων που επιφέρουν οι ανακαλύψεις και η ανάπτυξη του υπερπόντιου εμπορίου αποτελούν παράγοντες που ωφελούν την ανάπτυξη της μεταποίησης. Οι αγορές ειδών πολυτελείας οι οποίες έχουν δημιουργηθεί λόγω της αποικιακής επέκτασης, εμφανίζουν μια ζήτηση που έρχονται να καλύψουν τα προϊόντα των μεταποιητικών επιχειρήσεων. Η ίδια η ανάπτυξη του εμπορίου δημιουργεί μία νέα τάξη ανθρώπων, που διαθέτουν τα κεφάλαιο για την εξασφάλιση πρώτων υλών αλλά και την αγορά για να διατεθούν τα προϊόντα των βιοτεχνικών μονάδων. Αυτή η αγορά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της μετέπειτα βιομηχανικής εξάπλωσης, αφού αποτελεί την χοάνη απορρόφησης των προϊόντων της.
Η ύπαρξη της συντεχνίας εντός του άστεως όσο και αν εκ πρώτης όψεως αποτελεί μια οπορτουνιστική προστατευτική δομή, εν τούτοις δημιούργησε κατάλληλες συνθήκες τόσο ιδεολογικές όσο και πολιτικές, για να διαμορφωθεί μια μορφή καπιταλιστικής φιλοσοφίας. Καταρχάς η πολιτική εξουσία από στρατιωτική-αριστοκρατική έγινε οικονομική-συντεχνιακή. Οι όροι και οι συνθήκες πλέον καθορίζονται από το χρήμα, δηλαδή το κεφάλαιο. Αυτό σε συνδυασμό με την προτεσταντική ηθική, αποτελούν σε θεωρητικό επίπεδο κινητήριες δυνάμεις για τον δυτικό καπιταλισμό. (Κομνηνός, 1986: 16-17)
Η αντίθεση πόλης-υπαίθρου και ο καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στην παραγωγή-μεταποίηση και το εμπόριο, καταλύει την μεσαιωνική κοινωνία. Ο συντεχνιακός έλεγχος δεν επιτρέπει την μετατροπή του εμπορικού κέρδους σε μεταποιητική επένδυση μέσα στην μεσαιωνική πόλη και έτσι οι δραστηριότητες μεταφέρονται σε νέα σημεία μακριά από τον έλεγχο της παραδοσιακής εξουσίας. Όπου λοιπόν υπάρχουν τα απαραίτητα δομικά συστατικά, πρώτες ύλες και δίοδοι μεταφοράς, εγκαθίσταται η βιομηχανία προκαλώντας αστικοποίηση. Η γενικευμένη κρίση της φεουδαρχίας προκαλεί μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού που έχει να προσφέρει μόνο την εργασία του, μετατρεπόμενος έτσι σε μισθωτό εργάτη. (Κομνηνός, 1986: 17-18)
Η μεσαιωνική πόλη όμως αποτελεί μια ισχυρή κοινωνική πραγματικότητα. Συγκεντρώνει μια ανθούσα βιοτεχνία και ένα χρηματικό πλούτο από το εμπόριο και την τοκογλυφία, αποτελώντας το κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Σε αυτήν συγκεντρώνεται επίσης η γνώση, η πολιτιστική κληρονομιά και η τεχνική εξειδίκευση. Σύντομα η βιομηχανική δραστηριότητα προσεγγίζει ξανά την παραδοσιακή πόλη, η οποία προσαρμόζεται από την οικιακή και τη συντεχνιακή οικονομία στις απαιτήσεις της μανιφακτούρας και της παραγωγικότητας, την χρηματική οικονομία και την κίνηση κεφαλαίων. Η εγκαθίδρυση της οικονομίας του εργοστασίου και η μαζική χωρική συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού, θα διαμορφώσουν εν συνεχεία το βιομηχανικό περιβάλλον του 19ου αι. (Κομνηνός, 1986: 19-20)
Κατά συνέπεια, η αποδιάρθρωση των αγροτικών κοινωνικών δομών με μετανάστευση πληθυσμού στα προϋπάρχοντα προβιομηχανικά κέντρα, η εκμετάλλευση των φυσικών χωρικών χαρακτηριστικών (υπέδαφος, προσβασιμότητα) για ίδρυση νέων κέντρων και το πέρασμα από την οικιακή στην εργοστασιακή οικονομία και την φιλοσοφία της αγοράς, αποτέλεσαν υποστηρικτικούς παράγοντες σχηματισμού του βιομηχανικού τοπίου.

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΙΣΤΟ
Με το τέλος του μεσαιωνικού φεουδαρχικού συστήματος, σηματοδοτείται η σταδιακή αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συσχετισμών με δομικό στοιχείο την χρήση της γης. Οι σιτοδείες, οι λιμοί, οι επιδημίες, οι συχνοί πόλεμοι και εξεγέρσεις, η καταστροφή των γαιών του 14ου αι., οδηγούν μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού της υπαίθρου να μετακινηθεί στις πόλεις, σε αναζήτηση προστασίας πίσω από τα τείχη και μιας καλύτερης τύχης εν μέσω ενός χωροδεσποτικού συστήματος που διέρχεται κρίση. (Μπούρας, 2007)
Τον 16ο αι. οι φεουδαρχικές δομές αναμορφώνονται σε μια προσπάθεια συγκράτησης των μετακινήσεων. Η δουλοπαροικία απαλείφεται και παραχωρούνται προνόμια, ενώ οι οικονομικές σχέσεις σταδιακά μετασχηματίζονται με την ανάπτυξη κτηνοτροφίας, εισαγωγή του αρότρου και τεχνικών καλλιέργειας, επιλογή καλλιεργειών απαραίτητων για τις πόλεις (λινάρι, λαχανικά) και τελικά την συστηματική χρήση του χρήματος ως μέσου συναλλαγών. Διαμορφώνεται με αυτό τον τρόπο ένα πρόπλασμα καπιταλιστικής οικονομίας, που μετατοπίζει την εξάρτηση των χωρικών από τη γη στην αγορά, τόσο για τη διάθεση των προϊόντων τους όσο και για την προμήθεια τροφίμων. (Μπούρας, 2007)
Η αναζήτηση επενδυτικής διεξόδου των κεφαλαιούχων εκτός των συντεχνιακά προστατευμένων ‘τειχών’ του άστεως, οδήγησε στη δημιουργία και στην ύπαιθρο μιας σχέσης εξαρτημένης αμειβόμενης εργασίας καπιταλιστικού τύπου, όπου οι έμποροι-εργοδότες παρέχουν εξοπλισμό, πρώτες ύλες και αμοιβή σε χρήμα στους χωρικούς έναντι της εργασίας τους, ρυθμίζουν την παραγωγή τους και την απορροφούν σε χαμηλή τιμή. Είναι σαφές ότι οι αγρότες της οικοτεχνίας παύουν να είναι παραγωγοί και ιδιοκτήτες των εργαλείων, σχηματίζοντας έτσι μια νέα τάξη τεχνιτών της υπαίθρου έναντι της εμπορικής αριστοκρατίας. Οι συντεχνίες των πόλεων, αποτελώντας μια ‘μεσαία’ αριστοκρατία ήρθαν σε σύγκρουση τόσο με τους εμπόρους όσο και με το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό που συνέρεε στις πόλεις, αφού η οικοτεχνία δεν αρκούσε ως παράγοντας ανάσχεσης της μετακίνησης πληθυσμών. (Μπούρας, 2007)
Οι τεχνολογικές καινοτομίες δημιουργούν με τη σειρά τους νέους τομείς παραγωγής ή εξελίσσουν τους ήδη υπάρχοντες. Η εφεύρεση του αυτόματου αργαλειού του Ζακάρ στις αρχές του 19ου αι. αυτοματοποιεί την υφαντουργία προκαλώντας παραγωγικές και κοινωνικές ανακατατάξεις. Η ύφανση παύει να αποτελεί χειρονακτική εξειδίκευση ή υπαίθρια μεταποιητική δραστηριότητα και μεταφέρεται σε αστικούς χώρους μαζικής παραγωγής, μιας και η αυτοματοποίηση μειώνει το κόστος. Το ίδιο το προϊόν έγινε ευρείας κατανάλωσης για τη μεσαία τάξη, ενώ πριν ήταν πολυτελείας για την υψηλή κοινωνία. (Φραγκόπουλος)
Όπως είναι όμως φυσικό, τόσο η εκμηχάνιση της γεωργίας όσο και η αυτοματοποίηση της υφαντουργίας οδήγησαν σε μείωση της απασχόλησης. Έτσι το περισσευούμενο συνήθως αναλφάβητο αγροτικό δυναμικό μετακινήθηκε στις πόλεις και μετατράπηκε σε φτηνό εργατικό δυναμικό, ενώ ακόμα και ειδικευμένοι απροστάτευτοι από συντεχνίες τεχνίτες βρέθηκαν χωρίς εργασία, πράγμα που επέφερε κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Παρά τον κοινωνικό αναβρασμό, οι δυνατότητες κοινής συνδικαλιστικής δράσης τα πρώτα χρόνια της βιομηχανικής κοινωνίας ήταν περιορισμένες για λόγους μορφωτικούς και κοινωνικούς.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η περίοδος από τα τέλη του Μεσαίωνα μέχρι τις αρχές του 19ου αι. χαρακτηρίζεται από σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές. Η ανάπτυξη των πόλεων και η διαμόρφωση της ζωής μέσα σε αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητα από την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη που συντελέστηκε. Η Βιομηχανική Επανάσταση επέφερε τη ρήξη με το παρελθόν σε επίπεδο εργασιακών, οικονομικών, οικιστικών και κοινωνικών σχέσεων.
Η βιομηχανοποίηση μπορεί να αναφέρεται αρχικά στις μεθόδους και τα μέσα παραγωγής, όμως ο τεχνικός ορισμός από μόνος του δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει το βάθος των μεταβολών που υπέστησαν οι ανθρώπινες σχέσεις σε όλους τους τομείς ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ρήξη αυτή όσο έντονη και μόνιμη και αν υπήρξε και όσο κι αν επιταχύνθηκε γεωμετρικά προς το τέλος της περιόδου ανατροφοδοτούμενη από τις εξελίξεις, εμπεδώθηκε περισσότερο ομαλά επειδή βασίστηκε σε ένα πρόπλασμα που είχε γεννηθεί προγενέστερα.
Εν αγνοία των ορισμών και των τεχνικών όρων, ο απλός άνθρωπος της μεταμεσαιωνικής περιόδου, αποδέχτηκε σταδιακά τις προδιαγραφές ενός συστήματος, που στηριζόταν στον ανασχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας και την επανεπένδυση των κεφαλαίων με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη. Με μοναδικό ρόλο για τον ίδιο αυτόν του γραναζιού της παραγωγικής μηχανής, η αναντιστοιχία ανάμεσα στην πληθυσμιακή και οικονομική διόγκωση και στην κοινωνική εξέλιξη, γέννησε ένα πλήθος προβλημάτων για τα οποία η πόλη αποτέλεσε φυσικό χώρο υποδοχής.
Ο ρόλος της Βρετανίας στην πρωτοκαθεδρία των ευρωπαϊκών εξελίξεων της περιόδου, στηρίζεται ακριβώς στην προγενέστερη αποδέσμευσή της από τα δεσμά του μεσαιωνικού παρελθόντος και στην έγκαιρη υιοθέτηση (ασυνείδητα ίσως) δομών και θέσεων που ανήγαγαν την οικονομική απογείωση σε στρατηγική επιλογή. Σε κάθε περίπτωση, ηθελημένα ή αθέλητα, ο ευρωπαϊκός κόσμος είχε από νωρίς εισέλθει σε μια αναπόφευκτη καπιταλιστική-βιομηχανική πραγματικότητα την οποία προσπαθεί να διαχειριστεί μέχρι και σήμερα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Benevolo L. & Λαζαρίδης Π., 1977, Βιομηχανική Επανάσταση - Βιομηχανική Πόλη, Εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα.
2. Κομνηνός Ν., 1986, Θεωρία της Αστικότητας - Τόμος Ι, Εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα, Αθήνα.
3. Λαγουδάκη Ε., 2006, Το Φαινόμενο της Μετανάστευσης Κατά τον 19ο Αιώνα. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.archive.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=213
4. Λεοντίδου Λ. & Σκλιας Π., 2001, Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης - Εγχειρίδιο Μελέτης, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
5. Μπούρας Χ., 2007, Το τέλος της Φεουδαρχίας και η Ανάπτυξη των Πόλεων.
6. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://christosb.blogspot.com/2007/01/blog-post.html
7. Pounds N. J. G., 2001, Ιστορική Γεωγραφία της Ευρώπης: Η μοντέρνα Ευρώπη – Τόμος Β’, μτφ. Μ. Αλεξάκης, Μ. Κονομή, Α. Λογιάκη, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
8. Φραγκόπουλος Στ., Ιστορία της Τεχνολογίας: Ατμοκίνηση, Βιομηχανική Επανάσταση. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://sfrang.com/historia/default.htm#per


© ΙΖ 2009

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

ΕΠΟ21 (Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία) - 3/2008


ΜΑΡΤΙΟΣ 2008

ΘΕΜΑ
«Δημιουργός και δημιούργημα στο μυθιστόρημα της Μαίρης Σέλλεϋ, Φρανκενστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας»

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΘΕΜΑΤΟΣ
Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, παρατηρείται μια αναγέννηση του λυρισμού και της φαντασίας που είχαν καταδικαστεί σε σιωπή κάτω από την επικράτηση της ορθολογικής σκέψης του ‘αιώνα των φώτων’. Αυτή η στροφή θα καταλήξει πενήντα περίπου χρόνια αργότερα στον ρομαντισμό. Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα στον ευρωπαϊκό χώρο κυριαρχεί το κίνημα του ρομαντισμού, που επιφέρει μια επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβανόταν τον εαυτό του και τον κόσμο. (1)
Ο ρομαντισμός υποδηλώνει κυρίως ένα τρόπο σκέψης που στρέφεται προς το φανταστικό και το συναισθηματικό. Ο ρομαντικός συγγραφέας διακατέχεται από την ονειροπόληση, τη φαντασία, το μυστήριο, τη μελαγχολία το πάθος και την αγωνία. Εξαίρει συνεχώς το πένθιμο, το σκότος και έχει μια τάση προς τη θανατοφιλία με την ευρεία έννοια. Επιζητεί την ειρήνη συντροφευμένος από το θάνατο και προσπαθεί να συγχωνευθεί με τη φύση μέσα στη μελαγχολία των ερειπίων, των σκοταδιών και των μνημάτων. (2)
Ο όρος ‘ρομαντικό’ έλκει τις καταβολές του από την Αγγλία, όπου έγινε γνωστός και από εκεί διαδόθηκε πλατιά. Υποδηλώνει βασικά έναν τρόπο σκέψης που στρέφεται προς το φανταστικό και το συναισθηματικό. Η ζωτική αλλαγή που οδήγησε στη γέννηση του ρομαντικού κινήματος, οφείλεται στην ουσιαστική αλλαγή στάσης που παρατηρείται σ' ολόκληρο τον δέκατο όγδοο αιώνα. Οι ανθρώπινες αξίες μπαίνουν σε νέο προσανατολισμό και σε νέα αντίληψη για τη σχέση ανθρώπου και φύσης. Το ρομαντικό κίνημα είναι το αποκορύφωμα μιας αδιάκοπης εξελικτικής διαδικασίας που ανέτρεπε τις θεωρίες της δημιουργικότητας, τους κανόνες της ομορφιάς, τα ιδανικά, καθώς και τους τρόπους έκφρασης. Κι αυτές οι ριζοσπαστικές αλλαγές -συνέπεια της ρομαντικής επανάστασης- μπορούσαν να είναι μονάχα το αποτέλεσμα μιας αργής ωρίμανσης. (3)
Ο ρομαντισμός ως κίνημα αποτελεί και αντικατοπτρισμό των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών που συντελούνται στη δυτική κοινωνία κατά την μετάβαση προς το εθνικό αστικό κράτος. Ως απόρροια του Διαφωτισμού όπου η ατομική ελευθερία αποτελεί ιδεώδες, η ευαισθησία, το συναίσθημα, η μελαγχολία και η ροπή προς το εσωστρεφές εγώ, αναδεικνύουν τον ρομαντικό ατομικισμό. (4)
Η υπαρξιακή ανησυχία ενός ‘εγώ’ περιορισμένου σε ένα μεταβατικό και πεπερασμένο κόσμο εντείνουν την αγωνία να μεταμορφωθεί η επιθυμία σε πραγματικότητα. Η υπαρξιακή αγωνία που ενίοτε εξωθεί στον θάνατο, η λεγόμενη και ‘αρρώστια του αιώνα’, ο ιδεαλισμός και το αίσθημα του μοιραίου βρίσκουν εξήγηση στην αβεβαιότητα της εποχής. Η συνοδευτική μελαγχολία βρίσκει διέξοδο στη φύση όπου ο ρομαντικός δημιουργός αναζητά την ειρήνη προσεγγίζοντας τον θάνατο είτε ως λύτρωση είτε ως μορφή διαμαρτυρίας. (5)
Το ‘γοτθικό μυθιστόρημα’ γεννήθηκε μέσα στον ρομαντισμό και το κίνημά του αποτελώντας μια αντανάκλαση του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος, όπως αυτό ήταν πριν, κατά και μετά το Μεσαίωνα. Στοιχεία όπως πύργοι, φεουδάρχες, ιερή εξέταση, θεομηνίες, πόλεμοι κλπ. το τροφοδότησαν και το καλλιέργησαν. Αυτό που αποκαλούμε σήμερα ‘γοτθική νουβέλα’ είναι ουσιαστικά ένα ρομαντικό μυθιστόρημα με έντονα στοιχεία μυστηρίου ή υπερφυσικού. (6)
Το γοτθικό μυθιστόρημα στο οποίο κυριαρχεί το φανταστικό και ο εξω-φυσικός τρόμος, κατάγεται από το κίνημα του ρομαντισμού, στο μεταίχμιο από τη συντηρητική του φάση, την απολογητική της φεουδαρχίας, προς την προοδευτική, κατά την οποία περιβάλλεται ιδεολογικά τον αγώνα των λαών για την εθνική τους χειραφέτηση. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, υιοθετεί το σώμα των μύθων, των θρύλων και των παραδόσεων που κληροδοτήθηκαν από το μεσαίωνα στα έθνη και που συγκροτούν ένα σημαντικό μέρος της ιδιοσυστασίας τους. (7)
Ένα από τα σημαντικότερα έργα και αντιπροσωπευτικό των παραπάνω ειδών μυθιστορίας είναι το φανταστικό ‘μαύρο’ μυθιστόρημα Φρανκενστάιν της Μ. Σέλλευ. Το έργο αυτό παρόλο που διατηρεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία του γοτθικού, μαύρου τρομαχτικού μυθιστορήματος, ταυτόχρονα ξεφεύγει απ' αυτό. Ο τρόμος εκπορεύεται εδώ από τον ίδιο τον άνθρωπο. Τη φρίκη την κατασκευάζει ο ίδιος και απέναντι της στέκεται γυμνός κι ανυπεράσπιστος ενώ είναι ο ίδιος υπεύθυνος. Το πλάσμα που δημιούργησε ο Φρανκενστάιν αποτυπώνει τη φρίκη του κόσμου, το τερατώδες που φέρνει μέσα του. Ο δημιουργός ως άλλος Προμηθέας βασισμένος σε καλές προθέσεις τελικά προκαλεί τον όλεθρο και την καταστροφή στην ανθρωπότητα. Η φρίκη του υπερφυσικού έχει αντικατασταθεί εδώ από τη φρίκη του φυσικού. Γι’ αυτό και η τοποθέτηση της επιστήμης ως πηγής του τρόμου διαφοροποιεί το έργο αυτό από τα προγενέστερα ανοίγοντας επίσημα την εποχή της επιστημονικής φαντασίας. (8)
Ο Προμηθέας ως πηγή διαμαρτυρίας είναι αυτός που αντιστάθηκε στους θεούς δηλαδή στο δημιουργό του. Συμβολικά, άνοιξε το δρόμο προς τη γνώση και τη δημιουργία, αμφισβήτησε την εξουσία και την ισχύ του δημιουργού του. Ο ήρωας στα ρομαντικά έργα ακολουθεί το πρότυπο του επαναστάτη έναντι της κοινωνίας, του κόσμου και του ίδιου του Θεού. Ο Προμηθέας ως σύμβολο εξέγερσης αντιστέκεται στους θεούς και εξανθρωπίζει τον κόσμο. Η άρνησή του να υποχωρήσει χάρη στην δύναμη του χαρακτήρα του βρίσκει έκφραση στην αισθητική πρωτοτυπία και στη περιφρόνηση των κανόνων. (9)
Ο Προμηθέας αποτελεί μια μυθική μορφή που ταιριάζει απόλυτα στο κίνημα του ρομαντισμού αφού ως όν συνδυάζει την ανθρώπινη δημιουργικότητα των καλών προθέσεων που όμως έχει καταστροφικές συνέπειες και την ηθική ευαισθησία του κινήματος. Το αρχέτυπο του Προμηθέα έχει μια δισυπόστατη σημασία. Ενώ αποτέλεσε μια εν γένει ελκυστική και συμπαθητική μορφή εξαιτίας των προθέσεων του να σώσει την ανθρωπότητα και λόγω των μεταγενέστερων δεινών του, εν τούτοις αποτελεί μια μεμπτή ηθικά παρουσία λόγω της καταστροφικότητας των πράξεών του και της τελικής αποξένωσης του ανθρώπου από τον ουρανό. (10)
Υπό αυτή την διττή έννοια ο Προμηθέας κατ’ αναλογία τοποθετείται από τους ρομαντικούς σε έναν ρόλο που ρέπει πότε προς αυτόν του Χριστού (λόγω των μαρτυρίων προς χάριν των ανθρώπων) όσο και προς αυτόν του Εωσφόρου (ο εκπεσών κομιστής του φωτός που πρόδωσε την επουράνια κυριαρχία). Αυτή η διπλή ιδιότητα του Προμηθέα αποτελεί στοιχείο ρομαντικών αναγνωσμάτων της εποχής. Έτσι ο Όρκ του Μπλέικ ή ο Σατανάς του Μίλτον αποτελούν εκδοχές του Προμηθέα σε μια ίσως ατελή μορφή. (11)
Το έργο αναπαράγει την έννοια του προμηθεϊσμού που συνοδεύει τον άνθρωπο μέχρι και σήμερα. Ο Φρανκενσταιν όμως αδυνατεί να ανταποκριθεί στο δημιούργημα του και αυτή είναι η σκοτεινή πλευρά του δημιουργού, έχουμε δηλαδή την απόρριψη του δημιουργήματος από τον δημιουργό του. Το γεγονός ότι το τέρας δεν έχει όνομα ίσως είναι η αποποίηση του σκοτεινού κόσμου του δημιουργού που δεν θέλει τίποτα που να του θυμίζει την νοσηρότητα που εξωτερίκευσε με το δημιούργημά του.
Το τέρας αποτελεί μια συμβολική αντίφαση ως η ελαττωματική ενσάρκωση ενός φιλόδοξου οράματος που προκαλεί αποστροφή αντί για θαυμασμό και αγάπη. Το τέρας (ως ένας νέος Αδάμ) αποδεικνύεται περισσότερο ανθρώπινο από τον δημιουργό του (τον σύγχρονο Προμηθέα) καθώς είναι πιο ευφυές και συναισθηματικό και συνάμα πιο αξιομίσητο και φοβερό. Ουσιαστικά τέρας και δημιουργός είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, τα δύο μισά που συνθέτουν το όλον, ο καλός και ο κακός εαυτός του ίδιου όντος, η εξωστρέφεια και η εσωστρέφεια της ίδιας προσωπικότητας. (12)
Ο προμηθεϊκός Φρανκενστάιν δημιουργεί μια φαινομενική ζωή ενώ κατ ουσίαν προσφέρει εν ζωή θάνατο. Διαταράσσει έτσι τα όρια ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό. Αν λοιπόν ο προμηθεϊσμός πρεσβεύει την επέκταση της ανθρώπινης συνείδησης έναντι της κατεστημένης πίστης, τότε στο έργο αυτό παρουσιάζεται μέσω του τραγικού αποτελέσματος ένα ανάχωμα στον προμηθεϊσμό. Εάν επίσης δούμε τον προμηθεϊσμό μέσα από το πνεύμα της επιστημονικής εξέλιξης, σαν πειραματισμό επέκτασης των ορίων της ανθρώπινης βιολογικής δυνατότητας, το μυθιστόρημα αναπόφευκτα εγείρει ζητήματα ηθικής και μπορεί να αναγνωστεί ως μια προφητική προειδοποίηση. (13)
Ο ομώνυμος ήρωας, επιστήμονας, οπαδός του ορθολογισμού, επιχειρεί, από νεκρά μέλη, να πλάσει από την αρχή έναν άνθρωπο. Το τέρας που δημιουργείται είναι ένα πλάσμα με αγαθά αισθήματα, τρυφερή καρδιά, άγνοια κοινωνική που τελικά καταδιώκεται λόγω της φρικτής εμφάνισής του από την κοινωνία. Ένα πλάσμα που λόγω της άγνοιας του για το αποδεκτό και το επιτρεπτό ενώ προσπαθεί να κάνει το καλό πάντα καταφέρνει το αντίθετο, ώσπου επιδιώκει και καταφέρνει την τελική συνάντηση με το δημιουργό του και τον κοινό τους θάνατο. Το έργο αποτελεί μία πρώιμη κριτική στην αστική λογική, φέρνοντας αντιμέτωπη την πρωτογενή έμφυτη ανθρώπινη καλοσύνη με τις επιταγές της κοινωνίας και του πολιτισμού. Εν τέλει η απρόσεκτη και αβίαστη διασταύρωση των δύο αυτών καταστάσεων, γεννά τέρατα ισχυρίζεται η συγγραφέας απηχώντας εν πολλοίς τις ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις του Ρουσσώ. (14)
Από μια άλλη οπτική, το μυθιστόρημα αυτό αφορά την περιπλάνηση ενός γήινου σε χωράφια που ανήκουν μόνο στον Θεό. Εν τέλει για αυτό ένας ακόμα Προμηθέας τιμωρείται με θάνατο. Συμπερασματικά, μόνον αυτά που είναι παραδεκτά από τον Θεό, δηλαδή από τους επί της γης ερμηνευτές της θέλησής του, είναι και αποδεκτά. Ενυπάρχει λοιπόν στην βάση του έργου μία από τις κυρίαρχες κινητήριες δυνάμεις της ανθρώπινης φύσης: η επιδίωξη του αδύνατου, η ζήτηση του απλησίαστου, η κατανόηση του ξένου, η προσέγγιση στο απροσπέλαστο, η έλξη προς το παράνομο. Το απαγορευμένο υπήρξε πάντα ελκυστικό και στην περίπτωση του τέρατος εκλύεται ζωώδης μαγνητισμός, ενεργητικότητα και πρωτόγνωρο πάθος. Όσα δηλαδή η κοινωνική συνοχή μας επιβάλει να κρατούμε στο υποσυνείδητο μας και που μόνο στη φαντασία απελευθερώνουμε. (15)
Το τέρας ουσιαστικά ζει μέσα στη φύση σαν να είναι παιδί της, αγκαλιάζεται από αυτήν και ανάλογα με τις εκφάνσεις της του δημιουργεί συναισθήματα έξαρσης ή κατευνασμού, τονίζοντας έτσι τον δισυπόστατο χαρακτήρα του που ταλαντεύεται από την ευαισθησία στη μοχθηρία. Άλλοτε η φυσική ομορφιά δρα καταπραϋντικά όπως στο κεφ. 13, ‘το έρημο και μελαγχολικό τοπίο είχε τώρα μετατραπεί σε παράδεισο με ωραιότατα λουλούδια και χορτάρια. Οι αισθήσεις μου απολάμβαναν χιλιάδες αρώματα, χιλιάδες πανέμορφα πράγματα, ένιωθα πιο δυναμωμένος’ (16) ή στο κεφ. 16, ‘η ευχάριστη λιακάδα και ο καθαρός αέρας με ηρέμησαν ως ένα βαθμό’ (17), επίσης ‘η μέρα μια απ’ τις πρώτες της άνοιξης με έκανε ως κι εμένα να αισθάνομαι χαρούμενος με την ομορφιά του ήλιου και τον μυρωδάτο αέρα. […] επέτρεψα στον εαυτό μου να παρασυρθεί […] τόλμησα να είμαι ευτυχισμένος […] σήκωσα τα υγρά μου μάτια γεμάτος ευγνωμοσύνη στον ευλογημένο ήλιο που μου χάριζε τόση χαρά’. (18) Άλλοτε πάλι η φύση επιτείνει την ένταση και τα πάθη που ταλανίζουν το τέρας όπως στο κεφ. 16, ‘τα ψυχρά αστέρια έλαμπαν κοροϊδευτικά και τα γυμνά δέντρα κράδαιναν τα κλαδιά τους από πάνω μου’ (19) ή ‘η δυνατή πνοή του ορμούσε σαν μεγάλη χιονοστιβάδα και μου προκαλούσε ένα είδος τρέλας στο μυαλό που κατέλυε κάθε λογική σκέψη’ (20) και τέλος ‘όλη αυτή η χαρά της φύσης ήτανε μια κοροϊδία, μια προσβολή προς εμένα και τη μοναξιά μου και με έκανε να αισθάνομαι χειρότερα επειδή δεν ήμουν φτιαγμένος να χαίρομαι τέτοιες απολαύσεις’. (21)
Η πρώτη επαφή του τέρατος με βιβλίο αφορά το ‘Ερείπια των Αυτοκρατοριών’ του Βολνέ που ο Φέλιξ διάβαζε στην Σάφι. Δεν είναι τυχαίο ότι ως πρώτο ανάγνωσμα εξ ακοής, επιδρά στο τέρας αρχικά προβληματίζοντας το για την ικανότητα του ανθρώπου να είναι ενάρετος και ευτελής ταυτόχρονα και τελικά ενισχύοντας την αηδία και αποστροφή του. Κυρίως όμως η αναγωγή όσων διάβασε στο πρόσωπό του το οδηγούν σε διαπιστώσεις και καθορίζουν το πλαίσιο αυτοεκτίμησης του λέγοντας ‘όσο και να κοίταζα γύρω μου δεν έβλεπα κανέναν σαν εμένα. Ήμουν λοιπόν τέρας εγώ που όλοι οι άνθρωποι αποφεύγαν κι απαρνιούνταν ?’ (22)
Κατόπιν η ανακάλυψη του μπαούλου και η ανάγνωση των βιβλίων που περιείχε ‘Χαμένος Παράδεισος’, ‘Βίοι Παράλληλοι’ και ‘Βέρθερος’ του δημιουργούν αισθήματα ταύτισης με τους ήρωες. Ο Βέρθερος του δημιουργεί κατεξοχήν ρομαντικά αισθήματα καθώς ‘οι απόψεις του για το θάνατο και την αυτοκτονία φέρνουν θαυμασμό και ταυτόχρονα απορία’. (23) Ψάχνοντας αντιστοιχίες με τη δική του περίπτωση, θέτει αναπάντητα δομικά υπαρξιακά ερωτήματα όπως ‘ποιος ήμουν, τι ήμουν, από πού ερχόμουν, ποιος ο προορισμός μου’. (24) Οι Βίοι Παράλληλοι βοηθούν το τέρας να εξυψωθεί νοητικά πέρα από τις γνωστικές του δυνατότητες και να ξεδιαλύνει τις έννοιες της αρετής και της κακίας και τα συναισθήματα που τις συνοδεύουν αφού παραδέχεται ‘αισθάνθηκα την εντονότερη επιθυμία για αρετή να ξυπνά μέσα μου και μεγάλη απέχθεια για την κακία’. (25) Ο Χαμένος Παράδεισος σε συνδυασμό με το χαμένο ημερολόγιο του Φρανκεστάιν ήταν το επιστέγασμα της συνειδητοποίησης της ύπαρξης του για το τέρας. Οι ομοιότητες της ιστορίας του με αυτή του Αδάμ αλλά ταυτόχρονα και του εκπεσόντα Σατανά σε πλήρη εναρμόνιση με την προμηθεϊκή ρομαντική θεώρηση και τέλος οι έντονες αντιθέσεις στην αντιμετώπιση των δημιουργημάτων από Θεό και Φρανκεστάϊν, ξεκαθαρίζουν συνειδησιακά στο τέρας την κατάσταση στην οποία βρίσκεται καθορίζοντας εν πολλοίς την περεταίρω στάση του.
Μέσα από την δική του αφήγησή το τέρας αφήνει καταρχάς να διαφανεί ότι έχει συνείδηση της δυσμορφίας του σε βαθμό θλίψης και ντροπής, λέγοντας ‘τρόμαζα όταν αντίκριζα τον εαυτό μου στη διάφανη λιμνούλα […] όταν πείστηκα ότι ήμουν πράγματι αυτό το τέρας που είμαι, η ψυχή μου γέμισε πικρή μελαγχολία και αισθάνθηκα πολύ ταπεινωμένος’. (26)
Εν συνεχεία η συνειδητοποίηση της κατάστασής του το οδηγεί στην αυτό-απόρριψη και στην αναζήτηση ευθυνών στον δημιουργό του αφού μετά την ανάγνωση του ημερολογίου του Φρανκενσταιν το τέρας αναφωνεί ‘Μισητή η μέρα που μου έδωσες ζωή. Καταραμένε δημιουργέ γιατί έπλασες ένα τέρας τόσο φοβερό ? ’ (27) καθώς και ‘που ήταν ο δικός μου δημιουργός? Με είχε εγκαταλείψει γι’ αυτό μέσα στην πίκρα της η καρδιά μου τον καταριότανε’. (28)
Η απόρριψη από την οικογένεια Ντε Λασύ σημαίνει την εξάλειψη των ελπίδων του τέρατος για κοινωνικοποίηση και αγάπη και γι’ αυτό δηλώνει ‘από εκείνη τη στιγμή κήρυξα αιώνιο πόλεμο εναντίον του ανθρώπινου είδους και κυρίως εκείνου που με είχε πλάσει’. (29) Εν τούτοις το τέρας απελπιστικά κατατρεγμένο και μοναχικό αναζητά ως εναπομείναντα φάρο τον δημιουργό του είτε ως τελευταία του ελπίδα είτε ως στόχο εκδίκησης ‘μόνο στη δική σου αρωγή θα μπορούσα να ελπίζω αν και δεν αισθανόμουνα για σένα τίποτα άλλο από μίσος άκαρδε δημιουργέ […] από σένα ήμουν αποφασισμένος να ζητήσω δικαιοσύνη’. (30)
Τώρα πλέον το τέρας έχει συνείδηση όχι μόνο της εξωτερικής αλλά και της εσωτερικής του ασχήμιας. ‘Είμαι κακός επειδή είμαι δυστυχισμένος’ (31) αναφωνεί. Παρόλα αυτά βρίσκει στον ορυμαγδό της απελπισίας του λύση στην απόκτηση ενός συντρόφου όμοιου με αυτό. Θεωρώντας δε ότι από τη φύση του διακατέχεται από αγαθά αισθήματα που η απόρριψη και η απέχθεια των ανθρώπων τον αναγκάζουν να αποκρύψει, παρακαλεί για έναν σύντροφο ουσιαστικά αναζητώντας το αγαθό έτερο μισό του. ‘Αν κάποιο πλάσμα έδειχνε καλοσύνη, θα του την ανταπέδιδα εκατό χιλιάδες φορές [...] θα συμφιλιωνόμουν με το ανθρώπινο γένος [...] κάνε με ευτυχισμένο, κάνε με να αισθανθώ ευγνωμοσύνη για ένα έστω καλό’. (32)
Η θεώρηση του δημιουργού του τέρατος διακρίνεται από μεγαλύτερη συνέπεια υπό την έννοια ότι είναι σαφέστατα αρνητική και απορριπτική ήδη από το πρώτο αντίκρισμα ‘πως μπορώ να σκιαγραφήσω αυτό το ταλαίπωρο πλάσμα [...] η ομορφιά του ονείρου χάθηκε και η αηδία και η φρίκη που μου έκοβαν την ανάσα γέμιζαν την καρδιά μου. Μου ήταν αδύνατο να αντέξω το θέαμα του πλάσματος’. (33) Η αρχική ελάχιστη συμπόνια εξαλείφεται σύντομα ‘αντίκρισα το φριχτό κατασκεύασμα το άθλιο τέρας που είχα δημιουργήσει’. (34)
Η εξελικτική πορεία της σύγκρουσης δημιουργού και δημιουργήματος επιφέρει απόλυτα και ξεκάθαρα συναισθήματα πολεμικής που χαρακτηρίζεται όμως από την απόλυτη έλλειψη σεβασμού και εκτίμησης του αντιπάλου. ‘Έτρεμα από φόβο και θυμό [...] αποφάσισα να [...] του ριχτώ και να δώσω μάχη μέχρι θανάτου. Ο θυμός και το μίσος μου με είχαν αφήσει άφωνο και συνήλθα μόνο για να τον περιλούσω με λόγια που έδειχναν καθαρά την λυσσασμένη αποστροφή και περιφρόνησή μου’. (35)
Μέσα από τα μάτια του Γουώλτον πιστοποιείται η αυτοκαταστροφική σχέση τέρατος και δημιουργού, μια σχέση ανατροφοδοτούμενη από το εξαναγκασμένο μίσος σε μια πορεία με μοναδικό τέλος τον θάνατο. ‘Όταν άκουσε ότι πλησίαζα σταμάτησε τις κραυγές που έδειχναν καθαρά τη λύπη και τη φρίκη του και όρμησε στο παράθυρο [...] κάθε χαρακτηριστικό του προσώπου του και κάθε χειρονομία έδειξε να συγκλονίζεται από την άγρια λύσσα κάποιου ανεξέλεγκτου πάθους’ (36) περιγράφει ο Γουώλτον. Εκεί που η αισθητική εμπόδισε την αγαθή επικοινωνία, που μετέτρεψε μια σχέση αγάπης κι αφοσίωσης σε αδυσώπητο αγώνα εξόντωσης κι εκδίκησης, αποδεικνύεται ότι η μοναξιά του τέρατος είναι πραγματικά απέραντη. Όντας αποκομμένο κι αποξενωμένο επιδιώκει την οποιαδήποτε σχέση μπορεί να δημιουργηθεί και αυτή ακόμα την καταστροφική σχέση της εκδίκησης προς τον δημιουργό που μόνο στον τελευταίο σταθμό του θανάτου μπορεί να λυθεί. Και τότε σαν να χάνονται όλοι οι σύνδεσμοι με αυτόν τον κόσμο και όλοι οι λόγοι ύπαρξης έρχεται η παραίτηση από την πάλη, όχι ως ειρηνική ανταμοιβή αλλά ως επιβεβλημένη διακοπή μιας αφύσικης και υβριστικής πορείας.
Ένα ζήτημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απόλυτα επίκαιρο και συναφές με την σημερινή πραγματικότητα αφορά την προφητική ανησυχία της συγγραφέως σχετικά με τα όρια της ανθρώπινης κατάκτησης έναντι των φυσικών νόμων. Το έργο δηλαδή μπορεί να διαβαστεί ως μια προειδοποίηση για τις ηθικές συνέπειες ενός ασύδοτου επιστημονικού υλισμού που εκφράζεται με προμηθεϊκούς πειραματισμούς. (37)
Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό μπορούμε να θυμηθούμε ότι στο απόγειο της βιομηχανικής επανάστασης στην Βρετανία, αναπτύχθηκε ένα κίνημα που αντιδρούσε στην εκβιομηχάνιση που μείωνε τις θέσεις εργασίας και την ζήτηση εργατικών χεριών. Ο λεγόμενος Λουδισμός εν τέλει αποτέλεσε ένα πρόσχημα χαρακτηρισμού όσων διαφωνούσαν πολιτικά με τον εγκαθιδρυόμενο καπιταλισμό. Οι Λουδιστές ‘τρομοκράτες’ της εποχής ύψωσαν το ανάστημα τους έναντι ενός μεγαλύτερου και ισχυρότερου αντιπάλου καταστρέφοντας τις μηχανές των εργοστασίων υφαντουργίας και βρήκαν υποστηρικτές μεταξύ άλλων και στον Λόρδο Μπάιρον. (38)
Το έργο αυτό της Σέλλεϋ που ως πηγή έμπνευσης είχε την καλοκαιρινή σύναξη με τον Μπάιρον στην Ελβετία και τον αυτοσχέδιο διαγωνισμό τους, προσομοιάζει σε μια λογοτεχνική απόπειρα να ασκηθεί κριτική στην απόλυτη εκμηχάνιση της κοινωνίας, προειδοποιώντας για τους κινδύνους της αμετροεπούς τεχνολογίας. Η περιγραφή της κατασκευής του τέρατος με τη χρήση χειρουργικής, χημείας, αλχημείας και ηλεκτρισμού, ενώ φαινομενικά γίνονται για να επικαιροποιηθεί το έργο με τις εξελίξεις της εποχής, στο βάθος ασκεί κριτική στην ανθρώπινη παράβλεψη της έννοιας της ψυχής. Το τέρας σε όλη του την πορεία δεν δρα ούτε μια στιγμή μηχανικά αλλά πάντα υποκινούμενο από υπερανεπτυγμένα ανθρώπινα συναισθήματα. Η αδιαφορία του συνόλου έναντι αυτών των συναισθημάτων είναι που μετατρέπουν την αποξενωμένη προσωπικότητα του τέρατος σε μια κοινωνικά παθογενή μονάδα. Κατ επέκταση δεν μπορεί να επιδιώκεται η κατάκτηση της γνώσης και η επίτευξη της επιστημοσύνης χωρίς προγενέστερη ενασχόληση με τις πιθανές επιπτώσεις στην ανθρώπινη ψυχή.
Την εποχή που γράφεται το έργο η θρησκεία αποκτά πιο εγκόσμιο χαρακτήρα και ο άνθρωπος έχει μπει σε μια αναζήτηση του Θεού, της μετά θάνατον ζωής και της σωτηρίας. Σε συνδυασμό με τις διακηρύξεις του Διαφωτισμού και την νεοεμφανιζόμενη τάξη πραγμάτων που βασίζεται στην τεχνολογία και την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, το θαυμαστό και μυστηριακό στοιχείο που πρέσβευε ο Μεσαίωνας κινδύνευε με απομυθοποίηση. Η επιμονή των ρομαντικών συγγραφέων στο ‘θαυμαστό’, κατ’ επέκταση ισοδυναμεί με απόρριψη των δικαιωμάτων της μηχανής πάνω στον άνθρωπο.
Αν το έργο Φρανκεστάιν αποτελεί εισαγωγή στην επιστημονική φαντασία, τότε οι εικόνες θανάτου, η αναβίωση τεράτων και η νοσηρότητα δεν αποτελούν φτηνά εφέ εντυπωσιασμού και διασκέδασης αλλά την αναπαραγωγή ενός κόσμου που υπερβαίνει τα όρια της φυσικής νομοτέλειας. Αυτός ο κόσμος που επίμονα αντιτίθεται στην πραγματικότητα είναι τελικά εκτός από μέσο απόδρασης και μια φωνή διαμαρτυρίας.
Σήμερα στην εποχή των Η/Υ που οι ‘μηχανές’ είναι πλέον φιλικές προς τον χρήστη και ο πειρασμός χρήσης τους είναι για όλους μας ισχυρός, υπάρχει πλέον ισχυρή η συναίνεση ότι η γνώση και η πληροφορία είναι δύναμη. Οι σύγχρονοι Λουδίτες δρουν περισσότερο παράλληλα προς τους σημερινούς τεχνοκράτες παρά καταστροφικά έναντι τους. Ίσως το ‘θαυμαστό’ της σημερινής εποχής να είναι ότι οι Η/Υ, οι σύγχρονες ‘μηχανές’ μπορούν να μεταδώσουν τα απαραίτητα δεδομένα σε εκείνους που τα έχουν πραγματικά ανάγκη, δηλαδή οι μηχανές μπορούν να δουλέψουν πραγματικά ωφέλιμα στην υπηρεσία του ανθρώπου. (39)
Όμως σε κάθε περίπτωση η συνεχής επέκταση της ανθρώπινης νόησης με τη βοήθεια των μηχανών σε όρια που μέχρι πρόσφατα αφορούσαν την ίδια τη σύσταση και δημιουργία του ανθρώπου, χαράζει διόδους για την δημιουργία νέων φρανκεσταϊνικών πλασμάτων. Η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική, η μοριακή βιολογία συνεχώς επεκτείνονται συγχέοντας και επικαλύπτοντας τα όριά τους σε ρυθμούς γρηγορότερους από εκείνους της διατύπωσης και θέσπισης πλέγματος νόμων και κανόνων, είτε ηθικών είτε δικαιοπρακτικών. Εάν οι ρυθμοί και οι σχέσεις ακολουθούν μια μαθηματική ορθολογιστική κλίμακα τότε δεν απέχει πολύ η στιγμή που θα δούμε την αναζήτηση των νέων Λουδιτών τεχνο-τρομοκρατών όχι ως μια γραφική περιπαικτική ενασχόληση αλλά ως μια επιτακτική αναχωματική διαδικασία εξισορρόπησης της στρεβλής επιστημονικότητας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ, 2000, Τόμος Β, σελ. 28-31
2 Ο.π., σελ 31 & 49-50
3 Furst, Ρομαντισμός, Αθήνα, Εκδόσεις Ερμής, 1974, απόσπασμα σελ. 1-3
4 Benoit-Dusausoy & Fontaine, Ευρωπαϊκά Γράμματα, Αθήνα, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, 1999, τόμος Β, σελ. 339-340
5 Ο.π., σελ. 345-346
6 Πανώριος, Γοτθικό Μυθιστόρημα: Horace Walpole ο εισηγητής του, Αθήνα, Εκδόσεις Αίολος, 1985, απόσπασμα σελ. 1-2
7 Μόσχου, Η λογοτεχνία του φανταστικού ή η πραγματικότητα μέσα σε σπασμένο καθρέφτη, Αθήνα, Ριζοσπάστης, 2008
8 Πανώριος, Γοτθικό Μυθιστόρημα: Horace Walpole ο εισηγητής του, Αθήνα, Εκδόσεις Αίολος, 1985, απόσπασμα σελ. 1-2
9 Benoit-Dusausoy & Fontaine, Ευρωπαϊκά Γράμματα, Αθήνα, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, 1999, τόμος Β, σελ. 347-348
10 Bloom, «Επίμετρον», στο Μαίρη Σέλλεϋ, Φρανκενστάιν, Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 2007, σελ. 264-265
11 Ο.π., σελ 265
12 Ο.π., σελ 266
13 Ο.π., σελ 273
14 Μόσχου, Η λογοτεχνία του φανταστικού ή η πραγματικότητα μέσα σε σπασμένο καθρέφτη, Αθήνα, Ριζοσπάστης, 2008
15 Βρετός, «Ο έρωτας του ‘άλλου’ στην λογοτεχνία του φανταστικού», Αθήνα, 14/2/1999
16 Σελλευ, Φρανκενσταιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας, Αθήνα, ΕΣΤΙΑ, 2007, κεφ. 13, σελ. 135
17 Ο.π., κεφ. 16, σελ. 159
18 Ο.π., σελ. 163
19 Ο.π., σελ. 158
20 Ο.π., σελ. 161
21 Ο.π., σελ. 164
22 Ο.π., κεφ. 13, σελ. 139
23 Ο.π. , κεφ. 15, σελ. 149
24 Ο.π., σελ. 149
25 Ο.π., σελ. 150
26 Ο.π., κεφ. 12, σελ. 132
27 Ο.π., κεφ. 15, σελ. 151
28 Ο.π., σελ. 153
29 Ο.π., κεφ. 16, σελ. 158
30 Ο.π., σελ. 162
31 Ο.π., κεφ. 17, σελ. 168
32 Ο.π., σελ. 169
33 Ο.π., κεφ. 5, σελ. 66
34 Ο.π., σελ. 67
35 Ο.π., κεφ. 9, σελ. 114
36 Ο.π., κεφ. 24, σελ. 255
37 Bloom, «Επίμετρον», στο Μαίρη Σέλλεϋ, Φρανκενστάιν, Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 2007, σελ. 267
38 Pynchon, «Τι εστί Λουδίτης», στο φανζίν Τυφλόμυγα τεύχος Ιουλίου '02, σελ. από το New York Times Book Review της 28/10/1984
39 Ο.π.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Benoit-Dusausoy A. & Fontaine G., Ευρωπαϊκά Γράμματα, τόμος Β’, Αθήνα, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, 1999.
2. Bloom H., «Επίμετρον», μετάφραση Γ. Σκαρπέλος στο Μαίρη Σέλλεϋ, Φρανκενστάιν, μτφρ. Ερρίκος Μπελιές, Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 2007, σελ. 263-275
3. Furst L., Ρομαντισμός, μετάφραση Ι. Ράλλη & Κ. Χατζηδήμου, Αθήνα, Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ, 1974, σελ. 9, 21-24, 54-82
4. Pynchon T., «Τι εστί Λουδίτης», στο φανζίν Τυφλόμυγα τεύχος Ιουλίου '02, από το New York Times Book Review της 28/10/1984, http://www.geocities.com/xpresswaytoyr_skull/atxts/a501.htm
5. Βάρσος Γ., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τόμος Β’, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ, 2000.
6. Βρετός Σ., «Ο έρωτας του ‘άλλου’ στην λογοτεχνία του φανταστικού», στο http://www.alef.gr/greek/works/w000004.htm , Αθήνα, 14/2/1999
7. Μόσχου Δ., «Η λογοτεχνία του φανταστικού ή η πραγματικότητα μέσα σε σπασμένο καθρέφτη», Αθήνα, Ριζοσπάστης, 27/1/2008, http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=4381790&publDate=27/1/2008
8. Πανώριος Μ., «Γοτθικό Μυθιστόρημα: Horace Walpole, ο εισηγητής του», στον τόμο Οράτιος Ουόλπολ, Το κάστρο του Οτράντο, μετάφραση Μ. Πανώριος, Αθήνα, Εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ, 1985, σελ. 10, 12-14, 16-21
9. Σέλλεϋ Μ., Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας, μτφρ. Ερρίκος Μπελιές, Αθήνα, Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 2007

© ΙΖ 2008

ΕΠΟ21 (Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία) - 1/2008


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2008

ΘΕΜΑ
«Το ανθρώπινο υποκείμενο ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, την εποχή του μπαρόκ: Τρία θεατρικά κείμενα»

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΘΕΜΑΤΟΣ
Ο 16ος και 17ος αιώνας είναι μια περίοδος πολύ ρευστή τόσο σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο όσο και σε πολιτισμικό. Οι σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ των κρατών διογκώνονται, τα θρησκευτικά κινήματα μεταρρύθμισης και αντι-μεταρρύθμισης δημιουργούν εντάσεις, οι εθνικές γλώσσες παγιώνονται και καλλιεργούνται και οι επιστημονικές ανακαλύψεις εξορθολογούν το ανθρώπινο πνεύμα αμφισβητώντας τις κατεστημένες απόψεις. Μέσα σε αυτό το ρευστό πλαίσιο η ‘αναπαράσταση’ καθίσταται πρωτεύον στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης. (1)
Η αναπαράσταση ως έννοια προσομοιάζει στην αριστοτελική μίμηση υπό το πρίσμα όμως ότι αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα που βιώνει ο καθένας υποκειμενικά. Σε μια εποχή όπου ο κόσμος μεταβάλλεται συνεχώς και οι καθιερωμένες απόψεις και τα πρότυπα δέχονται αμφισβήτηση, τίποτα πια από τα ισχύοντα δεν θεωρείται δεδομένο. Έτσι, οι αντανακλάσεις της υποκειμενικής πραγματικότητας που βιώνει ο καθένας από την δική του σκοπιά και ανάλογα με τον κοινωνικό του ρόλο, πολλαπλασιάζονται. Η διάσταση που παρατηρείται ανάμεσα σε αυτούς που αγκαλιάζουν και στηρίζουν αυτήν την προοπτική και σε όσους προσπαθούν να θέσουν κανόνες και νόρμες προσπαθώντας να την ελέγξουν, δημιουργούν μια ένταση που υπογραμμίζεται μέσα στα λογοτεχνικά έργα της εποχής και δη τα δραματουργικά. (2)
Η περίοδος χαρακτηρίζεται από την άνθηση που γνώρισε η δραματουργία και το θέατρο. Όντας μια εποχή έντονων θρησκευτικών, πολιτικών και ιδεολογικών ζυμώσεων, η σημασία της αναπαράστασης στην λογοτεχνία διατρανώνεται και εκδηλώνεται ως η υποκειμενική θεώρησης της πραγματικότητας που ακροβατεί ανάμεσα στο χειροπιαστό και το ονειρικό, ανάμεσα στο αληθινό και το φανταστικό.(3)
Η λογοτεχνική δημιουργία της ‘άναρχης’ αυτής περιόδου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί και να ταξινομηθεί ξεκάθαρα σε μία τάση. Aν το εξετάσουμε xρονολογικά έχουμε την εμφάνιση της comedia del’ arte και του ελισαβετιανού θεάτρου στο 2ο μισό του 16ου αιώνα και το μπαρόκ και τον κλασικισμό (ο οποίος εδραιώθηκε κατά κύριο λόγο στην Γαλλία) τον 17ο αιώνα. Αδιαμφισβήτητα, οι τάσεις που κυριάρχησαν είναι το μπαρόκ και ο κλασικισμός, τάσεις φαινομενικά διαφορετικές αλλά κατ’ ουσία συνδεδεμένες με κοινό υπόβαθρο την έννοια της αναπαράστασης. (4)
Η commedia del’ arte όπως ίσως αποκαλύπτει και το όνομα, είναι η ιταλική λαϊκή θεατρική κωμωδία του 16ου αι. που χαρακτηρίζεται από σύντομα κείμενα με αυτοσχεδιασμό στη σκηνή, μίμηση εκφράσεων και κινήσεων από ήρωες με στερεότυπο ρόλο (πχ. αρλεκίνος) που προβάλλουν σκηνές της καθημερινότητας με φορεσιές και μάσκες. Η επίδραση της υπήρξε σημαντική για το θέατρο και ειδικότερα για την κωμωδία. Την ίδια εποχή στην Αγγλία αναπτύσσεται το ελισαβετιανό θέατρο που παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του προτεσταντικού κοινού για τον ελευθεριάζοντα χαρακτήρα του, αγκαλιάζεται από το κοινό και την αριστοκρατία και καθίσταται σταδιακά η κύρια μορφή δραματουργίας. Το ελισαβετιανό δράμα θα κορυφωθεί με τα έργα του Σαίξπηρ ο οποίος συνδύασε περίτεχνα πολλές από τις προϋπάρχουσες δραματουργικές τάσεις. (5)
Το μπαρόκ για την δραματουργία αποτελεί είδος επιβλητικό με φανταστικές απεικονίσεις, μυστηριακή ατμόσφαιρα, απότομες μεταβολές ύφους, εντάσεις, μεγαλοπρεπή και εκκεντρικά λογοπαίγνια και εναλλαγή τραγικού και κωμικού στοιχείου. Η εποχή μπαρόκ δίνει έμφαση στην ‘φαινομενικότητα’ της πραγματικότητας και στην αναπαράσταση αυτής μέσα από εντυπωσιακά σχήματα λόγου, εναλλασσόμενων και συχνά συγκρουόμενων φαντασιώσεων. (6)
Ο κλασικισμός εδραιώθηκε πρωτίστως στην Γαλλία και αποτελεί περισσότερο μια κίνηση αξιολόγησης και κριτικής των λογοτεχνικών κειμένων παρά ένα σαφές λογοτεχνικό ρεύμα της εποχής. Ενεργεί περισσότερο ως ένα εργαλείο αξιολογικής κατάταξης που μέσα από το δικό του δεοντολογικό πλαίσιο, θέτει κανόνες ρητορικής, ύφους, θεματικής επιλογής, γραμματικών δομών και γλωσσικών μορφών, με πρότυπο τα κλασικά έργα της αρχαιοελληνικής γραμματείας. (7)
Ιστορικά και κοινωνικά, το μπαρόκ συνδέεται στενά με την Αντιμεταρρύθμιση του καθολικού δόγματος έναντι του προτεσταντισμού, στην ιδεολογία της οποίας εδράζει η έννοια της τελειότητας του κόσμου ως δημιούργημα του Θεού, της ανεξάντλητης κι ανεξερεύνητης ομορφιάς του. Αυτός ο πλούτος ανοιχτών οριζόντων για το ανθρώπινο πνεύμα καθιστά το μπαρόκ απροσδιόριστο ως προς τους κανόνες και τα όρια πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τους σφιχτούς κανόνες του κλασικισμού. Για τον κλασικισμό η αναπαράσταση πρέπει να είναι σαφής και διαυγής ως προς τις εικόνες και τα νοήματα, με κατάλληλη τάξη και αρμονία ώστε να επιτυγχάνεται αισθητική απόλαυση αλλά και πνευματική ωφέλεια. Ο κλασικισμός από αυτή την άποψη μοιάζει σαν θεματοφύλακας που προσπαθεί να βάλει όρια και κανόνες στην αχαλίνωτη αναπαράσταση του πομπώδους μπαρόκ ύφους. Μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα η αμφισβήτηση του κλασικισμού αρχίζει να διογκώνεται και τελικά καταλήγει σε διαμάχη ‘αρχαίων’ και ‘νεωτεριστών’ δημιουργών. (8)
Τα τρία αποσπάσματα που παρατίθενται, αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της δραματουργίας της εποχής μέσα από τα οποία διαφαίνεται η επίδραση του μπαρόκ στην τεχνοτροπία της συγγραφής. Ειδικότερα μέσα από τη χρήση της αναπαράστασης αποκαλύπτεται η τάση της εποχής να προσεγγίζεται η υποκειμενική αλήθεια μέσα από το ονειρικό και το φανταστικό.
Στην αρχή του μονολόγου του Άμλετ στην Β Πράξη - Σκηνή 2, ο Άμλετ σχολιάζει την συναισθηματική φόρτιση του ηθοποιού που ξεσπάει σε κλάματα όταν περιγράφει την μυθική σκηνή του πόνου της Εκάβης για τη σφαγή του Πριάμου. ‘Τι θα ‘κανε αν αυτός είχε του πάθους την αιτία και το ρόλο που έχω εγώ ; Θα ‘πνιγε τη σκηνή στο δάκρυ, με λόγια φρίκης θα ‘σπαζε τ’ αφτιά του κόσμου, θα τρέλαινε τον ένοχο, θα ‘σκιαζε τον αθώο, θα σάστιζε τον άμαθο και τόντι θα ‘κανε να ξαφνιαστούν ακόμα και οι ίδιες οι αίσθησες, η Όραση κι η Ακοή’. Ουσιαστικά ο Άμλετ αδυνατώντας να εκφράσει τα αισθήματα που τον πλημμυρίζουν, αγανακτισμένος από την ίδια του την ανεπάρκεια, φαντασιώνεται την τοποθέτηση του ηθοποιού στην δική του θέση. Αναπαριστά δηλαδή την πραγματικότητα της εξωτερίκευσης του πόνου του, μέσα από την υποτιθέμενη θεατρική απόδοση των ίδιων συναισθημάτων από τον ηθοποιό στην σκηνή.
Στο τέλος του ίδιου μονολόγου ο Άμλετ αναζητά αποδείξεις που να επιβεβαιώνουν την πεποίθησή του ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε από τον Κλαύδιο. Για να το πετύχει αυτό προτίθεται να βάλει θεατρίνους να αναπαραστήσουν μια σκηνή φόνου πιστεύοντας ότι η ενοχή του Κλαύδιου θα φανεί στα μάτια του από την ταραχή του γι’ αυτό που θα παρακολουθεί. Λέει χαρακτηριστικά ‘Θα βάλω αυτούς τους θεατρίνους να παίξουν κάτι σαν τον φόνο του πατέρα μου μπροστά στο θείο μου, θα τον κοιτώ στα μάτια, θα τον αγγίξω όπου πονεί, αν μόνο παίξει το μάτι του ξέρω που πάω’. Ευελπιστεί ότι θα αποκτήσει την απαιτούμενη συναισθηματική δύναμη για να αποκαλύψει τον θείο του, όχι μέσα από την πραγματικότητα αλλά μέσα από την αντανάκλαση της πραγματικότητας που θα εκφράζει η θεατρική αναπαράσταση του φόνου και καταλήγει ‘με την παράσταση θηλιά θα πιάσω τη συνείδηση του βασιλιά’.
Στον μονόλογο του Άμλετ στην Δ Πράξη - Σκηνή 4, ο Άμλετ αναφερόμενος στο εκστρατευτικό σώμα του Φορτεμπράς λέει ‘Κι εγώ λοιπόν τι κάνω που μου σκότωσαν τον πατέρα, ατίμασαν τη μάνα, λόγοι που μου ερεθίζουν αίμα και μυαλό κι όλα τα αφήνω να κοιμόνται, ενώ με ντρόπιασμά μου βλέπω είκοσι χιλιάδες άντρες να τραβούν στο θάνατο για μια ιδέα, για ένα ξεγέλασμα της δόξας, να παν στους τάφους τους σαν να ‘ναι τα κρεβάτια τους, να σκοτωθούν για ένα αλωνάκι, όπου ούτε τόπο δεν έχει για όλους που θα κρίνουν τον αγώνα, που ούτε για τάφος δε χωράει να τους σκεπάσει τα κόκαλα’. Εδώ είναι εμφανές ότι αναζητά εναγωνίως μέσω της ντροπής την εσωτερική παρακίνηση που θα νικήσει την ατολμία και τους δισταγμούς του και θα τον ενεργοποιήσει με σκοπό την εκδίκηση. Αναπαριστώντας στο μυαλό του τη φυσική συνέπεια των ανθρώπινων απωλειών μιας παράλογης ως προς την διεκδίκηση μάχης, προσπαθεί να αφυπνίσει την ένταση της αγανάκτησής του με τελικό σκοπό την ενεργοποίηση και την πράξη.
Αντίστοιχα ο Καλντερόν στη σκηνή 19 του έργου ‘Η ζωή είναι όνειρο’ εκθέτει μέσα από τον μονόλογο του Σιγισμόνδου, την ματαιότητα της ζωής μέσα από έναν ήρωα που ακροβατεί στα σύνορα της αλήθειας και του ονείρου συγχέοντας τα με τρόπο που το ένα αντικαθιστά το άλλο ‘αφού σε κόσμο ζούμε τόσο παράξενο, που η ζήση ονείρου μοιάζει’. Αναφέρει χαρακτηριστικά ‘Ο βασιλιάς νειρεύεται πως είναι βασιλιάς και ζει μέσα στην πλάνη του, διοικώντας, ορίζοντας, προστάζοντας κ’ η δόξα του απομένει στον άνεμο γραμμένη, ωσότου ο θάνατος την κάμει στάχτη’ ενστερνιζόμενος την άποψη ότι όλα όσα θεωρούνται δεδομένα αποδεικνύονται εφήμερα. Επιπλέον όταν αναρωτιέται ‘Ποιος θα’ θελε κορόνα στο κεφάλι αν ήξερε πως μέλλει να ξυπνήσει την ώρα του θανάτου’ αναδεικνύει το άγχος του θανάτου ως ένα συναίσθημα που πλέον κατατρέχει τον άνθρωπο της εποχής και που δεν μπορεί να απαντηθεί από τις έως τότε θρησκευτικές διαβεβαιώσεις και διδαχές. (9)
Η ζωή για τον ήρωα του Καλντερόν ξεφεύγει από τα κατεστημένα στερεότυπα και ανάγεται σε καθεστώς αμφισβήτησης όπου τίποτα δεν είναι επιβεβαιωμένο και όλα ανατρέπονται, ακριβώς όπως ανατρέπονται οι πλοκές στα όνειρα και τις φαντασιώσεις των ανθρώπων. ‘Τι είναι η ζωή; Μια φρεναπάτη. Τι είναι η ζωή; Μια παραίστηση, ένας ίσκιος, ένας μύθος’. Ο άνθρωπος λοιπόν της εποχής έχει περάσει σε μια διάσταση όπου δεν πιστεύει σε τίποτα απόλυτο αφού όλα είναι φαινομενικά. ‘Καθώς φαίνεται σ’ όλο τον κόσμο, όλοι νειρεύονται αυτό που’ ναι και κανείς δεν το ξέρει’. Ακριβώς όπως τα ανθρώπινα όνειρα αποτελούν φτερούγισμα της φαντασίας πέρα από τα στοιχεία και τα δεδομένα της πραγματικότητας, έτσι και η ζωή την εποχή του μπαρόκ είναι ρευστή, απροσδιόριστη αβέβαιη και ευμετάβλητη, ανοιχτή σε ανατροπές.
Στο απόσπασμα από τον Βασιλιά Ληρ του Σαίξπηρ, όλοι οι χαρακτήρες διακρίνονται από μια εύπλαστη πολυπλοκότητα. Παρουσιάζουν μεταπτώσεις και μέσα από τον πολυδιάστατο χαρακτήρα τους ανατροφοδοτούν την πλοκή. Ο περιβάλλοντας χώρος είναι μουντός και άγριος από την μπόρα που λυσσομανάει και τονίζει τη χρήση του μπαρόκ υγρού στοιχείου ως εργαλείου τραγικότητας.
Ο Ληρ είναι ένας χαρακτήρας βαθιά τραγικός σε διαρκή μάχη με τον εαυτό του. Παραδέχεται την ανεπάρκεια του στη Σκηνή 2 λέγοντας ‘είμαι άνθρωπος πιο πολύ παθός παρά κακός’. Έχει έρθει σε αδιέξοδο με σκέψεις περιπλεγμένες και θολή κρίση σε πλήρη παραλληλισμό με το ταραγμένο τοπίο της καταιγίδας που τον περιβάλλει αφού ‘η μπόρα μες στο νου μου παίρνει από τις αίσθησες μου κάθε νιώσιμο άλλο’ (Πράξη Γ - Σκηνή 4). Είναι δε εμφανές ότι είναι κυριευμένος από εμμονές σχετικά με την άδικη τιμωρία του καθώς ρωτά και ξαναρωτά τον Έδγαρ ‘τα δωσες όλα στις κόρες σου και κατάντησες έτσι; … οι κόρες του τον φέρανε σε αυτό το χάλι; … τίποτα άλλο δεν μπορούσε να εξευτελίσει τόσο ταπεινά ένα πλάσμα εξόν οι κόρες του οι κακές’.
Ο Τρελός αποτελεί μια μορφή φαινομενικά κωμική σε εναρμόνιση με τον ρόλο που έτσι κι αλλιώς επιτελεί ως διασκεδαστής. Με τις περιπαικτικές του ατάκες και τα ειρωνικά σχόλια του τύπου ‘κράτησε ένα κουρέλι αλλιώς θα μας έπαιρνε όλους η ντροπή’ ή ‘τούτη η κρύα νύχτα θα μας κάνει όλους τρελούς και παλαβούς’ (Πράξη Γ - Σκηνή 4) προσφέρει μια ελάφρυνση του ήδη βαρύ σκηνικού, ταυτόχρονα όμως επιτείνει την αταξία και το χάος που επικρατεί.
Ο Έδγαρ είναι μια φιγούρα παραδομένη στην τρέλα. Μέσα δε από αυτή την τρέλα προσεγγίζει αποτελεσματικά την αλήθεια εξωτερικεύοντας όσα κρύβει μέσα του. Στο παραλήρημα του κάνει σαφές ότι η αιτία της κατάντιας του είναι η γυναίκα όταν συμβουλεύει ‘μην αφήσεις τρίξιμο σκαρπινιού ή θρόισμα μεταξωτού να σου πλανέσει την καρδούλα και να την παραδώσει στις γυναίκες’.
Ο Κέντ είναι ένας πιστός άνθρωπος που τιμά τον Ληρ με σεβασμό και συμπόνια. Όμως και αυτός είναι ένας χαρακτήρας ασταθής και ατελής αν θυμηθούμε ότι εμφανίζεται μεταμφιεσμένος, κρυμμένος πίσω από μια άλλη ταυτότητα.
Για να κατανοήσουμε τη διάσταση των αποσπασμάτων που αναλύθηκαν θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι το μπαρόκ έκανε την εμφάνισή του σε μια εποχή αντιπαραθέσεων τόσο ιδεολογικών όσο και εθνικών. Σε ένα κόσμο που αναπτύσσεται κι εξελίσσεται σε καθεστώς αναταραχής είναι φυσικό τίποτα να μην θεωρείται μόνιμο και βέβαιο. Όλα είναι ρευστά και ευμετάβλητα, εξ ου και η συχνή χρήση του υγρού στοιχείου και της φωτιάς στην μπαρόκ δραματουργία. Η φύση ως περιβάλλοντας χώρος με τις μεταμορφώσεις της εντείνει το αίσθημα της αέναης μεταβολής των πραγμάτων που βιώνουν οι κοινωνίες της εποχής. (10)
Εφόσον τίποτα δεν είναι σταθερό και μόνιμο ιδιαίτερα σε επίπεδο ιδεών, δεν υπάρχουν πλέον απαράβατοι κανόνες ούτε καν οι θεϊκοί, κατά συνέπεια ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ενεργό μέλος της διαδικασίας μεταβολής και να πάρει την τύχη του στα χέρια του. Η ρευστότητα του κόσμου που αποτυπώνεται στα δραματικά έργα και περιβάλει τον πρωταγωνιστή, καθιστά το ανθρώπινο υποκείμενο όχι στωικό υπομένοντα της μοίρας αλλά κύριο των επιλογών του (11) . Όπως λέει και ο Ληρ στην 4η Σκηνή της Γ’ Πράξης ‘λεύτερος σαν είναι ο νους τότε είναι το σώμα αισθαντικό’.
Η απώλεια της απολυτότητας ωθεί τον άνθρωπο να τα βλέπει όλα ως φαινομενικά, ως εκδοχές της πραγματικότητας, ακόμα και τον ίδιο τον θάνατο. Ο Σιγισμούνδος ζει σε ένα εναλλακτικό ονειρικό κόσμο τα όριά του οποίου περιπλέκονται με την πραγματικότητα τόσο που δεν είναι ξεκάθαρο αν ζει όντας σε όνειρο ή αν ονειρεύεται ζώντας. Η οπτική του σχετικά με τους υπόλοιπους ανθρώπους είναι η επιτομή της ματαιότητας, τίποτα δεν έχει νόημα αφού η ζωή είναι ένα αγαθό σχεδόν κι αυτό φανταστικό και ουτοπικό.
Ο Άμλετ από την άλλη μεριά, βιώνει την πραγματικότητα μέσα από τον διαλογικό μονόλογο του. Σκέψεις, λέξεις και κραυγές σαν να αιχμαλωτίζονται μπροστά στους άλλους και μόνο απέναντι στο κάτοπτρο του, ξεσπά το πάθος και τα συναισθήματά του. Με σαφή αναφορά στον Θεό και τον λόγο ύπαρξης του ανθρώπου, διατρανώνει ότι ο άνθρωπος δεν ζει απλά για να υπάρχει νωθρά αλλά για να ενεργεί και να ανακαλύπτει τα όρια των δυνατοτήτων του, υπάρχει δηλαδή σκοπός στην ύπαρξη του ανώτερος από την επιβεβαίωση της τελειότητας της θεϊκής δημιουργίας.
Κατ’ αντιστοιχία, ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες είναι ένας ήρωας που αρνείται να ζήσει στην εποχή του παραμένοντας προσκολλημένος στα ιπποτικά ιδεώδη μιας περιόδου που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Δον Κιχώτης αποτελεί πρότυπο ουμανιστή ήρωα, υπερασπιστής των αδυνάτων, τιμητής αξιών και ιδεών που ταράζονται συθέμελα από μια κοινωνία που αποκτά συνείδηση του εφήμερου χαρακτήρα της ζωής και της θνητότητας. Ο Δον Κιχώτης επιμένει να προβάλει την ουμανιστική ανθρωποκεντρική διάσταση ενός ξεπερασμένου από τις εξελίξεις κόσμου, ενός κόσμου που εκ των πραγμάτων επιζεί μόνο μέσα στο ταραγμένο του μυαλό. (12)
Οι άνθρωποι της εποχής αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι «αγαθά» όντα αλλά όντα γεμάτα αδυναμίες και αντιφάσεις αμφισβητώντας θέσεις, αξιώματα, τάξεις, ιδεολογήματα, αρχές και θρησκευτικές δοξασίες. Με τη δυναμική της αναπαράστασης, η δραματουργία της εποχής απεικονίζει και αναπλάθει την πραγματικότητα παίζοντας με την ψευδαίσθηση. Απώτερος στόχος της δεν είναι να αναπαράγει την τυποποιημένη ουμανιστική πραγματικότητα του αγαθού ανθρώπου, αλλά να οδηγήσει τον άνθρωπο συνειδητά στην κατάκτηση μιας λιγότερο ίσως τέλειας και ιδανικής αλλά εν πάσει περιπτώσει δικής του προσωπικής υποκειμενικής αλήθειας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Βάρσος Γ., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τόμος Α’, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ, 1999, σελ. 188
2 Ο.π., σελ. 185-186
3 Ο.π., σελ. 222
4 Βάρσος Γ., σελ. 181 & 222 Benoit-Dusausoy A. & Fontaine G., Ευρωπαϊκά Γράμματα, Αθήνα, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, 1999, τόμος Α, σελ. 462
5 Βάρσος Γ., σελ. 223-224 και Benoit-Dusausoy A. & Fontaine G., τόμος Α, σελ. 463-466
6 Βάρσος Γ., σελ. 181-182 και Benoit-Dusausoy A. & Fontaine G., τόμος Β, σελ. 7-10
7 Βάρσος Γ., σελ. 183 και Benoit-Dusausoy A. & Fontaine G., τόμος Β, σελ. 12-15
8 Βάρσος Γ., σελ. 183-184 και Benoit-Dusausoy A. & Fontaine G., τόμος Α, σελ. 79 & τόμος Β, σελ. 7
9 Benoit-Dusausoy A. & Fontaine G., τόμος Β, σελ. 111-114
10 Ο.π., σελ. 8
11 Ο.π., σελ. 9
12 Ο.π., τόμος Α, σελ. 526-527

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Βάρσος Γ., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τόμος Α’, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ, 1999.
2. Benoit-Dusausoy A. & Fontaine G., Ευρωπαϊκά Γράμματα, τόμος Α’, Αθήνα, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, 1999.
3. Benoit-Dusausoy A. & Fontaine G., Ευρωπαϊκά Γράμματα, τόμος Β’, Αθήνα, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, 1999.
4. Σαίξπηρ Ο., «Άμλετ», μτφρ. Β. Ρώτα: μονόλογοι Πράξη Β, Σκηνή 2 & Πράξη Δ, Σκηνή 4 από Παράλληλα Κείμενα, ΕΑΠ, 2006
5. Σαίξπηρ Ο., «Βασιλιάς Ληρ», μτφρ. Β. Ρώτα: Πράξη Γ, Σκηνή 2 & Σκηνή 4 από Παράλληλα Κείμενα, ΕΑΠ, 2006
6. Καλντερόν, «Η ζωή είναι όνειρο», μτφρ. Π. Πρεβελάκη, Αθήνα 1975, σσ. 118-120

© ΙΖ 2008

ΕΠΟ10 (Ευρωπαϊκή Ιστορία) - 11/2007


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2007

ΘΕΜΑ
« Σχολιάστε τους λόγους για τους οποίους η μετανάστευση των λαών υπήρξε σημαντικό γεγονός για τη μετεξέλιξη του ευρωπαϊκού χώρου. Ποιες τομές και ποιες συνέχειες σηματοδότησε; »

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το θέμα πραγματεύεται το ζήτημα της μετανάστευσης των λαών, που έζησαν σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ευρωπαϊκό χώρο. Ειδικότερα, την μαζική μεταναστευτική κίνηση που πραγματώθηκε τον 5ο αιώνα μΧ στον Δυτικό τομέα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αρχικά, χρειάζεται να εντοπιστούν οι λόγοι που παρακίνησαν ή ανάγκασαν τους λαούς να μετακινηθούν και να περιγραφούν τα αποτελέσματα αυτής της μετακίνησης.
Η μετεξέλιξη του ευρωπαϊκού χώρου, προσλαμβάνει διάσταση πρωτίστως κοινωνική, με την εξέλιξη των θεσμών, των συστημάτων και των δομών του κράτους. Αποδεχόμενοι ότι λαμβάνει χώρα μια μετάβαση από μια πρότερη κατάσταση (ρωμαϊκή αυτοκρατορία) σε μια μεταγενέστερη (βαρβαρικά βασίλεια), θα πρέπει να προσδιοριστούν και να αναλυθούν ανά τομέα ανθρώπινης δράσης οι ιστορικές ‘τομές’ και ‘συνέχειες’. Δηλαδή τα στοιχεία εκείνα της πρότερης κατάστασης που αναγκάστηκαν να διαρραγούν καθώς και εκείνα που συνέχισαν αναλλοίωτα ή κατάλληλα διαμορφωμένα την εξελικτική τους πορεία μετά τις μεταναστεύσεις.

ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ: Αιτίες & Αποτελέσματα των Μεταναστεύσεων
Οι λαοί που ζούσαν πέρα από τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατηγοριοποιούνται σε γερμανικά φύλα σκανδιναβικής προέλευσης και σε νομάδες των στεπών της κεντρικής Ασίας. Από τον 1ο και 2ο αιώνα οι γερμανικοί λαοί έχοντας το δικό τους εθνικό χαρακτήρα, γλώσσα και τρόπο ζωής, συγκρότησαν χαλαρές ομοσπονδίες όπως αυτές των Σαξόνων, Φράγκων, Αλαμαννών και Γότθων και άσκησαν πίεση στα ρωμαϊκά σύνορα, συχνά μετακινούμενοι πέρα από αυτά. (1)
Μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα, οι μετακινήσεις αυτές ήταν ανοργάνωτες και περιορισμένες σε αριθμό και πλήθος. Δεν συμπίεσαν τους ρωμαϊκούς πληθυσμούς, οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιες ‘επισκέψεις’. Οι βάρβαροι είχαν από καιρό έρθει σε επαφή με τον ρωμαϊκό κόσμο και είχε ήδη ξεκινήσει η επιμιξία γερμανικών, κέλτικων και ρωμαϊκών στοιχείων. Ο ρωμαϊκός στρατός βρέθηκε να επανδρώνεται συχνά από βαρβάρους στρατιώτες και να διοικείται από βαρβάρους στρατηγούς. (2)
Ως ξεκίνημα της περιόδου των μαζικών μεταναστεύσεων θεωρούμε τα τέλη του 4ου αιώνα, όταν η εισβολή των Ούννων συμπίεσε τα βόρεια γερμανικά φύλα και τα ανάγκασε να μετακινηθούν μαζικά πέρα από την ρωμαϊκή μεθόριο. Αυτός ο πολυάριθμος νομαδικός λαός της στέπας, μετακινήθηκε δυτικά, καταστρέφοντας ή υποτάσσοντας όσους αντιστάθηκαν. Πολλοί γερμανικοί λαοί για να μην κατακτηθούν από τους ιππείς-καταστροφείς, άρχισαν να μετακινούνται. (3)
Η αγριότητα των Ούννων, ο κατακερματισμός των γερμανικών λαών σε μεμονωμένες οντότητες ή χαλαρές ομοσπονδίες και η ανάγκη για αναζήτηση νέων τόπων εγκατάστασης, οδηγούν τους ‘βαρβάρους’ να καταπατήσουν τα ρωμαϊκά εδάφη, είτε με τη μορφή εισβολής είτε ως ‘φιλοξενούμενοι’ ομόσπονδοι σύμμαχοι, που ενίσχυαν την ρωμαϊκή άμυνα με αντάλλαγμα γη και αναγνώριση των εθίμων τους. (4)
Ιδιαίτερα επί αρχηγίας Αττίλα, οι Ουννικές εισβολές στο ρωμαϊκό έδαφος ήταν συνεχείς και καταστροφικές. Ο θάνατος του Αττίλα ένα χρόνο μετά την ήττα στα Καταλαυνικά πεδία, σηματοδοτεί την αυτοδιάλυση της αυτοκρατορίας των Ούννων, λόγω της επανάστασης των υποταγμένων σε αυτούς γερμανικών λαών και της κατάτμησης των εδαφών από τις εσωτερικές έριδες διαδοχής. (5)
Η απελευθέρωση των υποτελών στους Ούννους γερμανικών λαών, ενεργοποιεί μια δεύτερη φάση μετακινήσεων όπου «λαοί περνούν τα σύνορα αναζητώντας νέους και προπαντός ασφαλέστερους τόπους για εγκατάσταση». (6) Σημαντικότερη μετακίνηση ήταν αυτή των Φράγκων στην Γαλατία, οι οποίοι από τον 4ο αιώνα είχαν εκρωμαϊσθεί και ενσωματωθεί στο ρωμαϊκό στρατό, αποτελώντας μέρος του διοικητικού συστήματος. Παράλληλα οι Αγγλοσάξωνες κατακτούν την Βρετανία, αναγκάζοντας τους πληθυσμούς να μετακινηθούν στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Από την καθαίρεση του τελευταίου Ρωμαίου αυτοκράτορα Ρωμύλου Αυγουστύλου το 476 μέχρι τα τέλη του αιώνα, λαοί όπως Φράγκοι, Βουργουνδοί, Βησιγότθοι, Λομβαρδοί, αγωνίζονται για το μοίρασμα των ρωμαϊκών εδαφών, τερματίζοντας την εποχή των μεταναστεύσεων στο δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας και ανοίγοντας την εποχή των πρώτων εθνικών βασιλείων της Ευρώπης. (7)

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: Οι Εξελίξεις στους Τομείς Ανθρώπινης Δράσης
Αναμένει κανείς ότι η σύσταση βαρβαρικών βασιλείων στα παλαιά εδάφη της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, θα συνεπάγεται την απαγκίστρωση από τις υφιστάμενες ρωμαϊκές δομές. Για να διαπιστωθεί αν όντως ισχύει αυτό, πρέπει να εξεταστούν οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα στις βασικές κατευθύνσεις της ανθρώπινης δράσης :
• στην Οικονομία (παραγωγή, εμπόριο, νόμισμα, οικισμός, φορολογία, κλπ)
• στην Διοίκηση (εξουσία, διακυβέρνηση, δικαιοσύνη, νόμοι, κοινωνικές δομές, κλπ)
• στον Πολιτισμό (εκπαίδευση, γλώσσα, εκκλησία-θρησκεία, κλπ.).

α/ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οι εμπορικές σχέσεις ήταν ανεπτυγμένες πολύ πριν τις μετακινήσεις πληθυσμών και οι βαρβαρικοί λαοί ήταν ήδη επηρεασμένοι από την Ρώμη πολύ πριν ‘εισβάλουν’ εντός αυτής. Αν και οι λαοί αυτοί διαφέρουν ως προς τη γλώσσα ή την εθνική προέλευση, είναι όμοιοι ως προς το ότι δεν είναι νομάδες και έχουν ως κύρια ασχολία τη γεωργία και την κτηνοτροφία χρησιμοποιώντας αρχαϊκές μεθόδους παραγωγής. (8)
Οι μεταναστεύσεις αυτές καθαυτές δεν μείωσαν την εμπορευματική οικονομία, καθώς οι κύριοι δρόμοι προς Αφρική, Ινδία, Κίνα, Βυζάντιο έμειναν ανοιχτοί και στην ξηρά και στην θάλασσα. Οι ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει λιθόστρωτες οδούς σε όλη τη επικράτεια και παρά την ελλιπή συντήρηση τους διατηρήθηκαν κατά τον μεσαίωνα και αποτέλεσαν βασικό συστατικό στοιχείο του εμπορίου. (9)
Οι γερμανικοί λαοί δεν εγκαταστάθηκαν σε πόλεις πριν την τελική είσοδό τους στα όρια της αυτοκρατορίας. Πριν τις μεταναστεύσεις υπήρχε η έννοια του πυρηνικού χωριού όπου οι κατοικίες συγκεντρώνονταν γύρω από ένα πυρήνα (πιθανώς ο οίκος του τοπικού άρχοντα). Μετά τις μεταναστεύσεις, υιοθέτησαν και προσάρμοσαν το ρωμαϊκό σύστημα villa. Η έπαυλης, είτε ο ιδιοκτήτης ήταν απόγονος της ρωμαϊκής αριστοκρατίας είτε βάρβαρος άρχοντας, είχε στο κέντρο την κατοικία, γύρω της την καλλιεργήσιμη ζώνη, τα κτίσματα εργασιών και τα σπίτια των χωρικών ή δούλων. (10)
Οι Γερμανοί ηγεμόνες, χρησιμοποίησαν πολλές προϋπάρχουσες ρωμαϊκές πόλεις ως επισκοπικές έδρες ή διοικητικά και εμπορικά κέντρα. Στα τέλη του 5ου αιώνα η έννοια της πόλης παράκμασε με εξαίρεση τις πρωτεύουσες των βασιλείων. Καμία από τις σημαντικές πόλεις με εξαίρεση τη Βενετία δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα των μεταναστεύσεων. Οι μεσαιωνικές πόλεις είτε αποτελούν συνέχεια ρωμαϊκών πόλεων, είτε είναι επανιδρυμένοι πάνω σε ρωμαϊκά ερείπια οικισμοί. (11)
Το ρωμαϊκό σύστημα φορολόγησης επέζησε, όμως πρακτικά λόγω της άρνησης των βαρβάρων να υπαχθούν στον υποτιμητικό κεφαλικό φόρο, οι τακτικοί φόροι καταργούνται και μένουν ως έσοδο προς είσπραξη μόνο οι φόροι μεταφορών και διοδίων. Οι Οστρογότθοι διατήρησαν τον ρωμαϊκό θεσμό της ‘φιλοξενίας’ κυρίως για να μπορούνε να εισπράττουν έγγειους φόρους και να συντηρούν τα στρατεύματα της Ιταλίας. (12)

β/ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Πριν τις μεταναστεύσεις, οι γερμανικές φυλές κυριαρχούνταν από την αριστοκρατία των πολεμιστών. Επικρατούσε ένα σύστημα κληρονομικής μοναρχίας και η κοινωνική θέση ήταν αποτέλεσμα συγγενικής κληρονομικότητας ή επιβράβευσης μέσα από την πολεμική καταξίωση. Ο βασιλιάς-πολέμαρχος ήταν πρώτος μεταξύ ίσων και μπορούσε να αναβαθμίσει ή να υποβαθμίσει κοινωνικά όσους έκρινε. Σε κάθε φυλή υπήρχε αριστοκρατία και γενική συνέλευση που είχαν υπολογίσιμη δύναμη και η βασιλική εξουσία ήταν ανάλογη των πολεμικών επιτυχιών και των λαφύρων που μοιράζονταν ως ανταμοιβή. (13)
Μετά τις μεταναστεύσεις, όταν αναπτύχθηκαν εδαφικές κτήσεις, η κοινωνική θέση προσδιοριζόταν από τον πλούτο σε γαία, ζώα και υποτελείς. Η απόκτηση γης αύξησε την ισχύ της αριστοκρατίας, την οποία ο ηγεμόνας συμβουλευόταν για σημαντικά ζητήματα. Μόλις οι εγκαταστάσεις μονιμοποιήθηκαν, οι συνελεύσεις αποδυναμώθηκαν και επικράτησαν οι ευγενείς που κατείχαν εξουσία και γη, περίπου όπως ίσχυε και στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι βασιλιάδες, αναγκάστηκαν να στηριχθούν στην επαρχιακή αριστοκρατία της πρώην αυτοκρατορίας, που κατείχε πλούτο και μόρφωση για να επανδρώσουν τη διοίκηση πριν συγχωνευτεί τελικά με την γερμανική αριστοκρατία των πολεμιστών. (14)
Η επιβίωση της ρωμαϊκής πρακτικής για απόκτηση κύρους μέσω των δημόσιων αξιωμάτων, διαίρεσε την κοινωνία σε ισχυρούς παράγοντες και στους πελάτες αυτών. Η νέα τάξη ευγενών μονοπώλησε τα αξιώματα και επέτεινε την τάση των αδυνάτων να επιζητούν προστασία από τους ισχυρούς. Ρωμαίοι αριστοκράτες και Γερμανοί πολέμαρχοι πάλευαν να αυξήσουν την προσωπική τους επιρροή, δημιουργώντας πελατειακή σχέση με πολίτες που αναζητούσαν προστασία. (15)
Είναι πλέον σαφές ότι μετά τις μεταναστεύσεις, η ρωμαϊκή έννοια της res publica αντικαταστάθηκε από την γερμανική απόλυτη κληρονμική μοναρχία. Το κράτος πλέον δεν είναι υπεράνω του ατόμου και ο ηγεμόνας-πολέμαρχος δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στο κράτος και την περιουσία του. Για τους γερμανικούς λαούς η έννοια του ενιαίου κράτους ήταν καινοτομία, αφού έως τότε οι φυλές αποτελούνταν από επιμέρους ομάδες με τοπικό αρχηγό, ενωμένες σε ένα πλέγμα στρατιωτικής ισχύος. Η ισχυροποίηση των ηγετών των τοπικών φατριών, συνεπάγεται την μεταβίβαση της εξουσίας σε ένα όμιλο ισχυρών, που ανάλογα με το μέγεθος των γαιοκτησιών τους, συντηρούν στρατό και ακολούθους. (16)
Ως κατοπινό επακόλουθο, η χωροδεσποτεία εμφανίζεται ως μια νέα μορφή κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης που αντικαθιστά την ισχύ της συγγένειας με τον ηγεμόνα, με την ισχύ των εδαφικών αρχόντων. Ο βασιλιάς δεν μπορεί να μεταβιβάσει τη βασιλική εξουσία αλλά μόνο να εκχωρήσει το δικαίωμα άσκησης κάποιων τομέων αυτής. Οι εδαφικοί άρχοντες ήταν απαραίτητοι για την τήρηση της τάξης σε τοπικό επίπεδο και με τον καιρό καθίστανται δημόσια αρχή. (17)
Σε νομικό επίπεδο, το ρωμαϊκό δίκαιο ως συνεκτικός κρατικός παράγοντας επέζησε και μάλιστα επέδρασε ιδιαίτερα στο μεσαιωνικό δίκαιο. Οι Γερμανοί μονάρχες ακολουθώντας το παράδειγμα των ρωμαίων αυτοκρατόρων, χρησιμοποίησαν τις αρχές του ρωμαϊκού δικαίου για να ταυτίσουν το κράτος στο πρόσωπό τους και να ενισχύσουν την θέση τους. Η χρήση του ρωμαϊκού δικαίου ευνοήθηκε από την αρχή που ασπάζονταν οι γερμανικές φυλές για την ‘προσωπικότητα’ του νόμου, σύμφωνα με την οποία κάθε κατηγορούμενος δικαιούνταν να δικαστεί σύμφωνα με τους νόμους της εθνικής του ομάδας και όχι του τόπου διαμονής του. (18)

γ/ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο ρωμαϊκός πολιτισμός συνέχισε να εμπνέει τους νέους ηγεμόνες, οι οποίοι πίστευαν ότι είναι φυσικοί διάδοχοι των ρωμαίων. Άλλωστε μία χιλιετία ελληνορωμαϊκού πολιτισμού δεν ήταν δυνατό να λάβει τέλος μέσα σε ένα αιώνα μεταναστεύσεων, τη στιγμή που αυτό δεν συνέβη ούτε με τις οικονομικές ούτε με τις κοινωνικές δομές της ρωμαϊκής δύσης. (19)
Η φυλετική και γλωσσική συνέχεια αποτελεί όψη της ρωμαϊκής παρουσίας. Οι Γερμανοί αριστοκράτες προχώρησαν σε γάμους με ρωμαϊκές συγκλητικές οικογένειες υιοθετώντας γλώσσα και έθιμα. Οι ρομανικές γλώσσες ως μετεξέλιξη των λατινικών αποτελούν κληροδότημα των ρωμαίων και ομιλούνταν στις περισσότερες περιοχές. Οι Γερμανοί δεν είχαν γραπτή γλώσσα πριν συναντήσουν τους Ρωμαίους. Τα λατινικά επιβλήθηκαν στο σύνολο των πληθυσμών και τα ρωμαϊκά τοπωνύμια διατηρήθηκαν παρά την τοπική ισχύ των γερμανικών διαλέκτων. (20)
Όσον αφορά τη θρησκεία, οι βάρβαροι ασπάζονται στην πλειοψηφία τους τον χριστιανισμό με πρώτο τον ηγεμόνα ο οποίος το επιβάλει στους υπόλοιπους υπηκόους του. Το κάνουν κυρίως γιατί οι θρησκευτικοί δεσμοί συντελούσαν στην γρήγορη συγχώνευση βαρβάρων και Ρωμαίων, καθώς η ενέργεια αυτή νομιμοποιεί τους πρώτους στα μάτια των γαλατορωμαίων. Άλλες φορές πίσω από την απόφαση αυτή κρύβονται πολιτικές σκοπιμότητες, όπως στην περίπτωση του Φράγκου ηγεμόνα Κλόβι που ασπάστηκε τον ορθόδοξο παπικό χριστιανισμό. (21)
Στη διάρκεια των μεταναστεύσεων, η εκκλησία αποτέλεσε κομμάτι της διοικητικής μηχανής καθώς φρόντιζε για τη διατροφή του πληθυσμού, τα νοσοκομεία, τη συντήρηση σχολείων και μερικές φορές την απόδοση δικαιοσύνης. Ο επίσκοπος σε τοπικό επίπεδο ήταν όχι μόνο πνευματικός, αλλά και κοσμικός ηγέτης. Η επιρροή των επισκόπων έκανε τους βασιλιάδες να προσπαθούν να τους προσεταιρισθούν, με παραχώρηση γης, προνομίων και φορολογικών απαλλαγών. Το επόμενο βήμα ήταν να τους επιλέγουν για διορισμό από το κοσμικό περιβάλλον, ώσπου τελικά ο θεσμός έχασε την αξιοπιστία του και έπεσε σε παρακμή. (22)
Αποτέλεσμα της παρακμής αυτής ήταν να μειωθεί το θρησκευτικό αίσθημα και να πέσει το μορφωτικό επίπεδο, αφού οι λαϊκοί δεν δέχονται συστηματική εκπαίδευση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τα κλασικά λατινικά, ενώ συχνά οι ίδιοι οι ιερείς ήταν αγράμματοι ώσπου το μοναστικό κίνημα να γνωρίσει εντυπωσιακή ανάπτυξη. (23)
Χάρη στην ανάπτυξη του μοναστικού κινήματος από τον Βενέδικτο με την ίδρυση του Μόντε Κασίνο και την παρότρυνση του πάπα Γρηγορίου Α’, εξαπλώθηκε ο χριστιανισμός στη δύση και διασώθηκε η ελληνορωμαϊκή πολιτιστική παράδοση και πνευματικότητα, αφού η μοναστηριακή πρακτική αναθέτει στους μοναχούς την μελέτη και αντιγραφή των αρχαίων κειμένων. Ωστόσο, ο Γρηγόριος απαγόρευσε τη διδασκαλία των ειδωλολατρικών γραμμάτων στις επισκοπικές σχολές. Η εκπαίδευση λοιπόν «δεν καταργήθηκε αλλά απομακρύνθηκε από την κλασική ρωμαϊκή παράδοση», ενώ τα μοναστήρια έγιναν επίκεντρο της πνευματικής παραγωγής. (24)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από την σύγκριση των περιόδων πριν και μετά τις μεγάλες μεταναστεύσεις ανά τομέα ανθρώπινης δράσης, συμπεραίνεται ότι η αξία και το μέγεθος της ρωμαϊκής πραγματικότητας, ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για να ξεθωριάσουν και να χαθούν.
Ασφαλώς και υπήρξαν ρήξεις και διαφορές. Στον οικονομικό τομέα βλέπουμε κυρίως διαφορές στο σύστημα φορολόγησης που είναι ανοργάνωτο και τοπικιστικό, στον αστικό σχεδιασμό με σταδιακή εγκατάλειψη του συστήματος villa και στην γεωργική παραγωγή που είναι φτωχότερη και ‘ερασιτεχνική’. Στον διοικητικό τομέα έχουμε αντικατάσταση της res publica από την απόλυτη μοναρχία, δημιουργία νέας αριστοκρατίας τοπικιστικής ισχύος, απονομή δικαιοσύνης με θεοκρατικές μεθόδους και εξαγορά ποινών με την ‘τιμή αίματος’, ενδυνάμωση εδαφικών έναντι των συγγενικών κριτηρίων προστασίας. Στον πολιτισμικό τομέα έχουμε ανάληψη της εκπαίδευσης από την μοναστική πρωτοβουλία, κοσμικοποίηση της κληρικής εξουσίας, εκχριστιανισμό με πολιτικά κριτήρια.
Όμως οι πολιτικές και θεσμικές δομές της Ευρώπης την περίοδο μετά τις μεταναστεύσεις, προδίδουν σε πολλά σημεία μια συνέχεια με το ρωμαϊκό προηγούμενο. Προκαλεί επίσης εντύπωση, ο βαθμός στον οποίο τα νέα βαρβαρικά βασίλεια στηρίχτηκαν στις προϋπάρχουσες δομές της αυτοκρατορίας, σε θέματα οργάνωσης του κράτους. Ταυτόχρονα, οι εισβολείς υιοθέτησαν τα τοπικά έθιμα και διατήρησαν τα υφιστάμενα δίκτυα προστασίας.
Για παράδειγμα, τα βησιγοτθικά βασίλεια του 5ου & 6ου αιώνα αποτέλεσαν «κέντρα διάσωσης και ανανέωσης της αρχαίας πολιτιστικής παράδοσης». Οι Οστρογότθοι σέβονται την συγκλητική οργάνωση, διατηρούν την αυτοκρατορική διοίκηση, τους νόμους, τα ρωμαϊκά δικαστήρια και τα αξιώματα, απεκατέστησαν τα μνημεία της Ρώμης και ανανέωσαν τον ρωμαϊκό πολιτισμό. Ο Φράγκοι, διατηρούν το νόμισμα του αυτοκράτορα και δίνουν κύρος στα ρωμαϊκά δικαστήρια. Οι Λομβαρδοί, συγκροτούν το κράτος και την διοικητική γραφειοκρατία στηριζόμενοι στην ρωμαϊκή αριστοκρατία, καταπιάστηκαν με την προστασία των μοναστηριών, ενώ η τοπική γλώσσα τους επικαλύφθηκε από τα λατινικά. (25)
Είναι λοιπόν σαφές, ότι παρά τις αναμενόμενες διαφορές ή ρήξεις με το ρωμαϊκό παρελθόν, είναι πιο έντονες σε αριθμό και σημασία, οι συνέχειες εκείνες, που καθιστούν ομαλή την μετάβαση από την ρωμαϊκή αυτοκρατορία στο καθεστώς των πρώτων εθνικών βασιλείων. Ίσως για αυτόν τον λόγο, τόσο συχνά γίνεται αναφορά στο ελληνορωμαϊκό υπόστρωμα πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε, αυτό που καλούμε σύγχρονη δυτική Ευρώπη.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 32-33
2 Ράπτης Κ., 1999, σελ 27 και Nicholas D., 1999, σελ. 89 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 37
3 Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, σελ. 134 & 138 και Nicholas D., 1999, σελ. 91
4 Nicholas D., 1999, σελ. 95 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 34-35 και Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, σελ. 140
5 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 34 και Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, σελ. 141
6 Ράπτης Κ., 1999, σελ 27
7 Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, σελ. 141-142
8 ο.π., σελ. 113-115
9 Nicholas D., 1999, σελ. 51 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 45
10 Nicholas D., 1999, σελ. 91 & 93 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 46
11 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 46 και Nicholas D., 1999, σελ. 50-52
12 Nicholas D., 1999, σελ. 101 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 48
13 Nicholas D., 1999, σελ. 94-95 & 119
14 ο.π., σελ. 94-95 & 119 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 46-47
15 Nicholas D., 1999, σελ. 41 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 46-47
16 Nicholas D., 1999, σελ. 108-109 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 43 & 47
17 Nicholas D., 1999, σελ. 117 & 121-122
18 ο.π., σελ. 47-49 & 119
19 Nicholas D., 1999, σελ. 44 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 51
20 Nicholas D., 1999, σελ. 46-47 & 89 & 100 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 51
21 Nicholas D., 1999, σελ. 105 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 40
22 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 48
23 Nicholas D., 1999, σελ. 126-127 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 49
24 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 50-51 και Nicholas D., 1999, σελ. 81-82 & 129-130
25 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 39-41 & 44-46 & 52

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., Οι Ευρωπαίοι: Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Τόμος Α’, Εκδόσεις ΣΑΒΒΑΛΑΣ, Αθήνα 2003.
2. Berstein S. & Milza P., Ιστορία της Ευρώπης: Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά Κράτη 5ος-18ος Αιώνας, Τόμος 1, Εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Αθήνα 1997.
3. Nicholas D., Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη 312-1500, Εκδόσεις MIET, Αθήνα 1999.
4. Ράπτης Κ., Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο έως τον 18ο Αιώνα, Τόμος Α’, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

© ΙΖ 2007