Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

ΕΠΟ11 (Ευρωπαϊκή Οικονομική Ιστορία) - 1/2010


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2010

ΘΕΜΑ
«Ο ιστορικός Fernand Braudel γράφει:
‘….μεταξύ του 15ου και του 18ου αιώνα, ορισμένες διαδικασίες απαιτούν ιδιαίτερη ονομασία. Όταν τις παρατηρούμε από κοντά, η απλή τους κατάταξη στην οικονομία της αγοράς θα ήταν σχεδόν άτοπη. Η λέξη που αυθόρμητα μας έρχεται τότε στο νου είναι καπιταλισμός. Είναι εκνευριστική: τη διώχνουμε από την πόρτα, κι αμέσως μπαίνει από το παράθυρο. Δεν της βρίσκουμε κατάλληλο αντικαταστάτη και αυτό δεν είναι τυχαίο… Χειρότερο ακόμη μειονέκτημα είναι ότι η λέξη φορτίζεται με νοήματα που της παρέχει η ζωή σήμερα.’ (Fernand Braudel, Η δυναμική του καπιταλισμού, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1992)
Με αφετηρία το χωρίο του Fernand Braudel διατυπώστε τις απόψεις σας για το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα το οποίο κυριάρχησε κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο. Εντοπίστε τα στοιχεία που παραπέμπουν στην ανάδυση μιας πρωτο-καπιταλιστικής οικονομίας και αυτά που αντανακλούν τη διατήρηση των φεουδαλικών παραδόσεων. Μπορεί ο όρος ‘καπιταλισμός’ να χρησιμοποιηθεί ως ερμηνευτικό εργαλείο προκειμένου να κατανοήσουμε τις εξελίξεις που συντελούνται κατά την πρώιμη νεώτερη περίοδο; Εντοπίστε ομοιότητες και διαφορές μεταξύ του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος της πρώιμης νεότερης περιόδου και του σύγχρονου καπιταλισμού.»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
◦ Εισαγωγή
◦ Το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της πρώιμης νεότερης περιόδου - Πρόπλασμα ‘καπιταλισμού’ και στοιχεία φεουδαλικής αντίστασης
       - Οικονομία
       - Κοινωνία
◦ Ο καπιταλισμός ως ερμηνευτικό εργαλείο των εξελίξεων της πρώιμης νεότερης περιόδου
◦ Ομοιότητες και διαφορές του πρώιμου και του σύγχρονου καπιταλισμού
◦ Επίλογος - Συμπεράσματα
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Εισαγωγή
Το θέμα πραγματεύεται την εμφάνιση των πρώτων ‘καπιταλιστικού’ τύπου χαρακτηριστικών και διαδικασιών στην οικονομία της πρώιμης νεότερης περιόδου. Η ρήση του Braudel επιχειρεί να καταδείξει αυτόν ακριβώς τον αφετηριακό και όχι απόλυτα ξεκάθαρο χαρακτήρα που διακρίνει τις εξελίξεις σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Αυτό συμβαίνει επειδή αν και είναι σαφές ότι απομακρυνόμαστε από τις παραδοσιακές φεουδαλικές δομές προς μια καπιταλιστικού τύπου οργάνωση της παραγωγής, εντούτοις δεν έχουμε πλήρη ρήξη με το παρελθόν και απότομη είσοδο σε μια νέα πραγματικότητα αλλά μια σταδιακά εξελικτική πορεία μετάβασης προς την Βιομηχανική Επανάσταση
Βασικός στόχος της εργασίας αποτελεί να εντοπιστούν τα στοιχεία εκείνα που συνηγορούν στο μεταβατικό χαρακτήρα της περιόδου αυτής. Θα εξεταστούν λοιπόν οι πρωτοφανείς εκείνες εξελίξεις που προδιαθέτουν για τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της οικονομίας αλλά και τα στοιχεία εκείνα που ενισχύουν το επιχείρημα ότι οι φεουδαλικές δομές αντιστέκονται σθεναρά. Θα καταδειχτεί έτσι η ανάγκη αυτοσυγκράτησης που πρέπει να επιδείξει όποιος επιθυμεί να μιλά για ρήξεις με το παρελθόν και κατάλυση των υφιστάμενων δομών.
Εν συνεχεία και σε συνάρτηση με τον καπιταλισμό που βιώνουμε όλοι σήμερα, θα απαντηθεί εν συντομία το ερώτημα για το κατά πόσο η χρήση του όρου στην εξεταζόμενη περίοδο αποτελεί πετυχημένη ή έστω αναγκαία επιλογή. Είναι εν τέλει η εξοικείωση μας με τις εννοιολογικές εκδοχές του καπιταλισμού αρκετή για να αντιλαμβανόμαστε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που λαμβάνουν οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις της περιόδου;
Με δεδομένο ότι το σημερινό οικονομικό και κοινωνικό σύστημα διαφέρει από εκείνο που ίσχυε στην εξεταζόμενη περίοδο και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο καπιταλισμός στη σημερινή εποχή έχει προσλάβει πολλαπλές έννοιες και εκφάνσεις, θα γίνει μία υποκειμενική σύγκριση του χθες και του σήμερα. Θα επιβεβαιωθεί έτσι ότι πράγματι ο καπιταλισμός της πρώιμης νεότερης περιόδου δεν πρέπει να συλλαμβάνεται κυριολεκτικά αλλά ως ο προθάλαμος ενός νέου πλέγματος παραγωγικής και κοινωνικής αλληλεπίδρασης.

Το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της πρώιμης νεώτερης περιόδου – Πρόπλασμα καπιταλισμού και στοιχεία φεουδαλικής αντίστασης
Η πρώιμη νεότερη περίοδος (16ος-18ος αι.) χαρακτηρίζεται από το πέρασμα από τον φεουδαλισμό σε μια πρωτόλεια μορφή καπιταλισμού, με επίκεντρο τις παραγωγικές σχέσεις και την οικονομική συμπεριφορά. Πιο συγκεκριμένα :

Οικονομία
Ήδη από τον 11ο αι. έως και τον 15ο, η εμπορική αναγέννηση ευνόησε την ανάπτυξη αστικών κέντρων και πόλεων πάνω στις εμπορικές διαδρομές. Σε αυτά τα εμπορικά κέντρα-αγορές, σύντομα αναδύθηκε μια νέα κοινωνική τάξη εμπόρων και τραπεζιτών, που ανταγωνιζόταν την παραδοσιακή φεουδαλική αριστοκρατία. Η υπερατλαντική επέκταση του 15ου αι. αποτέλεσε ορόσημο εξελίξεων, καθώς η αμερικάνικη και αφρικάνικη ήπειρος ενσωματώθηκαν τρόπον τινά στην δυτική αγορά με το διατλαντικό εμπόριο. Το εμπόριο αυτό απέφερε τεράστια κέρδη σε μια μικρή ομάδα ατόμων πρόθυμων για επενδύσεις. Δημιουργήθηκε έτσι ένα παγκόσμιο σύστημα πρώιμου καπιταλισμού (ως προς την διακίνηση του χρήματος) που έστρωσε το δρόμο της μελλοντικής εκβιομηχάνισης (Διαλέτη, 2008, σ. 21-23).
Όμως η προαναφερόμενη ‘εμπορική επανάσταση’ δεν επέφερε άμεσα αλλαγές στο φεουδαλικό τρόπο αγροτικής παραγωγής. Οι αυξανόμενες καταναλωτικές ανάγκες, η στροφή της παραγωγής στην αγορά και κυρίως η εδραίωση απρόσωπων χρηματικών σχέσεων μεταξύ άρχοντα και αγρότη, ήταν που επέτρεψαν την επένδυση κεφαλαίων στη γη. Έτσι εδραιώθηκαν καπιταλιστικού τύπου παραγωγικές σχέσεις στην ύπαιθρο (ιδιαίτερα την Αγγλική) με την διάκριση γαιοκτήμονα - ενοικιαστή αγρότη - ακτήμονα εργάτη γης (στο ίδιο, σ. 26-27).
Η ανάπτυξη του εμπορικού και του μεταποιητικού τομέα, είναι συνυφασμένη με την παράλληλη ανάπτυξη χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων. Η σταδιακή εμφάνιση και χρήση χρηματοπιστωτικών θεσμών και εργαλείων (συμβόλαια, συναλλαγματικές, επιταγές, ασφάλιση προϊόντων, τράπεζες, μετοχικές εταιρίες, δανεισμός με τόκο) δεν αποτέλεσε αποκλειστικό προνόμιο του ‘νέου πλούτου’, καθώς τόσο η Καθολική εκκλησία όσο και τα μοναρχικά κράτη διέπονταν από σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης με τα τραπεζικά συμφέροντα (στο ίδιο, σ. 57-61).
Η νέα αστική πραγματικότητα όμως δημιούργησε και νέα καταναλωτικά πρότυπα, συμπεριφορές και ανάγκες, με επακόλουθες συνέπειες για την παραγωγική διαδικασία. Η ‘οικονομία για χρήση’ έδωσε τη θέση της στην ‘οικονομία για αγορά’ πράγμα που εδραίωσε την έμμισθη εργασία. Για τον αγροτικό πληθυσμό η αστική προοπτική με τις νέες μορφές οργάνωσης αποτέλεσε μια εναλλακτική λύση για απασχόληση και βελτίωση της οικονομικής του θέσης. Οι νέες παραγωγικές σχέσεις και η εισαγωγή τεχνικών καινοτομιών στην καλλιέργεια, επέτρεψαν την κατεύθυνση της παραγωγής προς τις αυξανόμενες ανάγκες των αγορών. Η αγροτική επανάσταση συνδυάστηκε με την εκμηχάνιση της υπαίθρου, τη χρήση φθηνού εργατικού δυναμικού και την μείωση κόστους παραγωγής και τιμών των προϊόντων μαζικής κατανάλωσης (στο ίδιο, σ. 23 και 62).
Στα πλαίσια των νέων παραγωγικών σχέσεων, θα πρέπει να αναφερθούμε στη ‘συντεχνία’ ως πρώτη κύρια μορφή αστικής επαγγελματικής οργάνωσης, με βασικό χαρακτηριστικό την κατοχή των μέσων παραγωγής από τους τεχνίτες-μέλη. Οι συντεχνίες ρυθμίζονταν από ένα πλέγμα κανόνων και επαγγελματικού ήθους και η συμμόρφωση των μελών συνεπαγόταν αποδοχή, ασφάλεια και κοινωνικό κύρος. Με απώτερο στόχο την επιβολή ελέγχου της παραγωγής, των τιμών και της αγοράς, την εγκαθίδρυση μονοπωλίων και την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού, θεωρήθηκαν από πολλούς ιστορικούς τροχοπέδη για την ελεύθερη αγορά, την τεχνολογική ανάπτυξη και τη διακίνηση του εργατικού δυναμικού. Αποτέλεσαν ωστόσο τις πρώτες μορφές εργασιακής συλλογικής οργάνωσης και προάσπισης συμφερόντων και στις περιπτώσεις συνένωσης ομοειδών αδελφοτήτων, αποτέλεσαν και τις πρώτες μορφές οριζόντιας οργάνωσης των εργαζομένων (στο ίδιο, σ. 49-52 και Γαγανάκης, 1999, σ. 218).
Οι έμποροι για να απεγκλωβιστούν από την προστατευτική πολιτική των συντεχνιών ως προς την τιμή, την ποιότητα και το μισθό και να μειώσουν το κόστος παραγωγής, ανταποκρινόμενοι ταυτόχρονα στην έκρηξη καταναλωτικής ζήτησης των αγορών, χρησιμοποίησαν την οικοτεχνία. Η ανάπτυξη της οικοτεχνίας στην ύπαιθρο και η επακόλουθη εξασθένηση των συντεχνιών, αποτέλεσαν θεμέλια της καπιταλιστικής μετεξέλιξης. Η παραγωγική διαδικασία απελευθερώθηκε, ευνοήθηκε ο καταμερισμός εργασίας, ο εργαζόμενος απομακρύνθηκε από τα μέσα παραγωγής και τη διάθεση του προϊόντος, εδραιώθηκε η έμμισθη εργασία και τελικά οδηγηθήκαμε σε συσσώρευση και επανεπένδυση κεφαλαίου (Διαλέτη, ό.π., σ. 27-28 και 55).
Γενικά η περίοδος αυτή ήταν περίοδος πειραματισμού και μετάβασης, μετασχηματισμού παραγωγικών σχέσεων και δομών, κυβερνητικών παρεμβάσεων, διακύμανσης τιμών και καταναλωτικής ζήτησης. Οι παγιωμένοι ρόλοι και οι συνήθεις πρακτικές μεταβάλλονται με αντίκτυπο τόσο στους εργοδότες καπιταλιστές όσο και στους εργάτες (στο ίδιο, σ. 53-55 και Γαγανάκης, 1999, σ. 213-214).

Κοινωνία
Στην πρώιμη νεότερη περίοδο τα μεσαιωνικά προνόμια οπλοκατοχής, οικοσήμου, φοροαπαλλαγής και δίκης από ομολόγους διατηρούνται από τους ευγενείς. Ωστόσο η ανάδυση νέων ‘πλουσίων’ και η εμπορευματοποίηση των τίτλων ευγενείας από τη μοναρχία σχηματοποιεί μια νέα αριστοκρατία της τηβέννου αστικής προελεύσεως, που στηρίζει την ισχύ της όχι στο μονοπώλιο της βίας (οπλοκατοχή) αλλά στην αρετή της παιδείας και της μόρφωσης (Γαγανάκης, 1999, σ. 110-111 και 122-123).
Η συμμετοχή της άρρηκτα δεμένης με τη γη αριστοκρατίας στις νέες καπιταλιστικού τύπου επενδυτικές δραστηριότητες υπήρξε αναπόφευκτη, τόσο για λόγους ανταγωνισμού με την νεόκοπη εμπορική αριστοκρατία όσο και λόγω των πιέσεων των κρατών για επένδυση του φεουδαλικού πλούτου στις κατασκευές. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις όπου υπήρξε συνεργασία της αριστοκρατίας με τα αστικά στρώματα, η συμμετοχή των ευγενών επενδυτικά υπήρξε μικρή. Μέχρι και τον 17ο αι. λοιπόν η αριστοκρατία παραμένει ταυτισμένη με την κατοχή γης. Με πολιτικές ‘ελεγχόμενης διεύρυνσης’ των ευγενών από την πλευρά των μοναρχιών, η αριστοκρατία διατηρήθηκε στην κεφαλή των ευρωπαϊκών κοινωνιών αλλάζοντας σύνθεση και πολιτικό ρόλο (στο ίδιο, σ. 113-114 και σ. 115-117).
Εμπόριο, χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και κρατικά αξιώματα αποτελούν τις μεθόδους πλουτισμού και ισχύος των αστών. Καθώς όμως η ισχύς αυτή παγιώνεται, παρατηρείται στροφή από τις εμπορικές δραστηριότητες στις κατασκευαστικές και πιστωτικές με δανεισμό της τοπικής ή κρατικής εξουσίας. Καλλιεργείται έτσι μια πιστωτική νοοτροπία που επεκτείνεται και προς τους ιδιώτες, ευγενείς και αγρότες. Τελικά οι επενδύσεις των αστών επικεντρώνονται στην οικειοποίηση χρεωμένων γαιών που συχνά συνοδεύονται και από τα φεουδαλικά προνόμια με τα οποία ήταν προσδεμένες (στο ίδιο, σ. 119-122).
Κατ’ επέκταση παρατηρείται την περίοδο αυτή η γενικότερη υιοθέτηση ενός φεουδαλικού προτύπου συμπεριφοράς με εγκατάσταση σε πολυτελείς επαύλεις και αποχή από ταπεινές εργασίες. Σε πολλές μάλιστα χώρες επήλθε όσμωση παλαιάς και νέας αριστοκρατίας σε ένα ενιαίο σώμα. Αν αναλογιστούμε ότι η αστική τάξη δεν χαρακτηρίζεται ακόμα από σχηματοποιημένη ιδεολογική ταυτότητα και κοινωνική ηθική, αλλά αποτελεί μίξη κοινωνικο-επαγγελματικών ομάδων με διαφορετικές επιδιώξεις, θα αντιληφθούμε ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά δεν είναι παρά η αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας της αριστοκρατίας που θεωρείται αδιαμφισβήτητη. Κατά συνέπεια, η φεουδο-ποίηση των πλούσιων αστών ως μέσο κοινωνικής ισχύος και αναγνώρισης, επιβεβαιώνει τον μεσαιωνικό τριμερή διαχωρισμό της κοινωνίας (στο ίδιο, σ. 127 και σ. 125 και σ. 123).
Στην αντίπερα όχθη των άκληρων και ανειδίκευτων της υπαίθρου, η εργασιακή ιδεολογία και ηθική της Μεταρρύθμισης διαμόρφωσε μια νέα αντίληψη για τη φτώχια ταυτίζοντας την με την οκνηρία και την αποφυγή τίμιας εργασίας. Η ιδεολογική θεοποίηση της εργασίας, προσλαμβάνει διαστάσεις τον 16ο αι. και εκφράζεται πρακτικά από την άποψη ότι όλοι οι ικανοί προς εργασία άποροι πρέπει να εξαναγκαστούν σε εργασία. Αυτή η αντίληψη διαπλέκεται με τις ανάγκες του εμπορικού καπιταλισμού, που αποζητά εργατικά χέρια για να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές ανάγκες της παραγωγής (στο ίδιο, σ. 137 και 139).
Τον 17ο αι. η εδραίωση ανταγωνιστικών εθνικών μοναρχιών συντονίζει τις κρατικές προσπάθειες στην συστράτευση του εργατικού δυναμικού στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Η θεωρία του Μερκαντιλισμού υποστήριξε την καταναγκαστική εργασία των απόρων ως πλεονάζον εργατικό δυναμικό και εδραίωσε τη δημιουργία σχετικών θεσμών όπως τα πτωχοκομεία-αναμορφωτήρια, όπου αντί για κοινωνική επανένταξη επιδιωκόταν η εκμετάλλευση εργατικού δυναμικού με φθηνά ημερομίσθια (στο ίδιο, σ. 139).

Ο καπιταλισμός ως ερμηνευτικό εργαλείο των εξελίξεων της πρώιμης νεώτερης περιόδου
Η ύπαρξη της συντεχνίας εντός του άστεως όσο και αν εκ πρώτης όψεως αποτελεί μια οπορτουνιστική προστατευτική δομή, εν τούτοις δημιούργησε κατάλληλες συνθήκες ιδεολογικές και πολιτικές, για να διαμορφωθεί μια μορφή καπιταλιστικής φιλοσοφίας. Καταρχάς η πολιτική εξουσία από στρατιωτική-αριστοκρατική έγινε οικονομική-συντεχνιακή. Οι όροι και οι συνθήκες πλέον καθορίζονται από το χρήμα, δηλαδή το κεφάλαιο. Αυτό σε συνδυασμό με την προτεσταντική ηθική, αποτελούν σε θεωρητικό επίπεδο κινητήριες δυνάμεις για τον δυτικό καπιταλισμό. (Κομνηνός, 1986, σ. 16-17)
Η αγροτική ιδιοκτησία από τον 17ο αι. έχει ξεφύγει από τις παραδοσιακές δομές και οι συντεχνίες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί πράγμα που φέρνει τις κοινωνικές τάξεις πιο κοντά ως προς τις ευκαιρίες ανέλιξης, δημιουργώντας μια επαγγελματική και γνωστική κινητικότητα όμοια με εκείνη της βιομηχανικής φιλελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς. (Φραγκόπουλος)
Από τις πιο σημαντικές εξελίξεις της περιόδου είναι η τάση συσσώρευσης και ελέγχου του εργατικού δυναμικού με τη χρήση της βιοτεχνικής μονάδας ως μεθόδου οργάνωσης της παραγωγής στην Βρετανία και ακολούθως έλευση του εργοστασίου όπου γίνεται χρήση των πρώτων μηχανημάτων. Το εργοστάσιο αντιπροσωπεύει ένα ποιοτικό άλμα στην διαδικασία της μεταποίησης, καθώς η αύξηση της κλίμακας παραγωγής και ο έλεγχος της εργατικής δύναμης ανταποκρίνονται στην τάση συσσώρευσης του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης (Λεοντίδου και Σκλιας, 2001, σ. 227).
Όπως βλέπουμε παραπάνω, ο εντοπισμός και η παρουσίαση μερικών μόνο στοιχείων που συνθέτουν το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της πρώιμης νεότερης περιόδου, μας φέρνουν αναπόφευκτα αντιμέτωπους με τον καπιταλισμό. Είναι προφανές ότι τα χαρακτηριστικά της πρώιμης νεότερης περιόδου ‘ακουμπούν’ αλλά σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται με αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε καπιταλισμό. Είναι όμως γεγονός ότι η χρήση του όρου στη σύγχρονη εποχή έχει συνδεθεί με ένα ευρύ πλήθος λειτουργιών, διαδικασιών και επεξηγήσεων οικονομικής και κοινωνικής φύσεως σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να αποτελεί εννοιολογική πανάκεια για κάθε τι που προσομοιάζει ή φέρει παρόμοια στοιχεία και γνωρίσματα.

Ομοιότητες και διαφορές του πρώιμου και του σύγχρονου καπιταλισμού
Όπως περίπου και στην πρώιμη περίοδο, στις μέρες μας ο καπιταλισμός βιώνεται ως η αντιφατική συνύπαρξη δυο αντίθετων κόσμων, ενός κόσμου άνεσης, αφθονίας, ισχύος και αλαζονείας από τη μια, και ενός κόσμου πάλης για επιβίωση, ανέχειας και κοινωνικού αποκλεισμού από την άλλη. Όπως και στην τριχοτομημένη ταξική κοινωνία του 17ου αι., έτσι και σήμερα το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών διευρύνεται. Οι Δυτικές χώρες βρίσκονται σε απόσταση από τις πρώην Ανατολικές και οι καπιταλιστικές αγορές ευνοούν τους ισχυρότερους σε βάρος των αδύναμων. Το μεγαλύτερο μέρος των πόρων του πλανήτη χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα από μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων (Λεοντίδου, 2002, σ. 181 και Χατζημπίρος, 2002).
Σε αντιστοίχηση με τα μεγάλα αστικά και εμπορικά κέντρα της πρώιμης εποχής, στα πλαίσια της σημερινής παγκοσμιοποίησης οι μητροπόλεις αποτελούν μεγάλα αστικά συγκροτήματα. Εκεί συγκεντρώνεται η παγκόσμια οικονομική εξουσία, το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, οι υπηρεσίες εξυπηρέτησης, οι διεθνείς τηλεπικοινωνίες, οι πολυεθνικές δραστηριότητες, μαζί με ένα σύνολο εξειδικευμένου εθνικού ή μεταναστευτικού εργατικού και επιχειρησιακού δυναμικού. Εκεί φιλοξενείται και ένα συνονθύλευμα κοινωνικά αποκλεισμένων πληθυσμών που εισέρευσαν λόγω βιοποριστικής ελπίδας (Λεοντίδου, 2005, σ. 352-353 και 370).
Παρά τις εγγενείς ομοιότητες, η σημερινή οικονομία της ελεύθερης αγοράς είναι πολύ διαφορετική από αυτήν της πρώιμης νεότερης περιόδου. Στην εποχή μας η ανάπτυξη των συγκοινωνιών και επικοινωνιών μειώνει τις αποστάσεις και δημιουργεί τη συνείδηση ότι όλοι οι κάτοικοι της γης ανήκουν σε ένα παγκόσμιο χωριό. Η κινητικότητα των εργαζομένων και των επιχειρήσεων αυξάνεται, ενώ η τυποποίηση της γνώσης καθιστά ευκολότερη τη μεταφορά τεχνογνωσίας (Μαράκη, 2006 και Χατζημπίρος, 2002 και Φωτόπουλος, 2005).
Επιπλέον, ο αυξανόμενος συγκεντρωτισμός των χρηματοοικονομικών θεσμών μέσω των οποίων κατανέμονται και χρησιμοποιούνται τα κεφάλαια, οδηγεί στην κυριαρχία μιας εικονικής ‘οικονομίας χαρτιών’, πάνω στην πραγματική οικονομία της παραγωγής. Οι διεθνείς ηλεκτρονικές ροές του χρηματικού κεφαλαίου σχετίζονται λιγότερο με τις πραγματικές ανάγκες χρηματοδότησης της υλικής παραγωγής και περισσότερο με κερδοσκοπικές κινήσεις. Έτσι τελικά επικρατεί η αυτονόμηση του χρηματικού από το παραγωγικό κεφάλαιο. (Κουρλιουρος, 2004)

Επίλογος - Συμπεράσματα
Η μεταβατική περίοδος του 16ου-18ου αι. χαρακτηρίζεται από σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές. Η εμφάνιση προ-καπιταλιστικών υποδομών και συνθηκών που αναφέρονται πρωτίστως στις μεθόδους, τα μέσα και τις σχέσεις παραγωγής, επιφέρει αποδέσμευση από το φεουδαλικό παρελθόν σε επίπεδο εργασιακών, οικονομικών, οικιστικών και κοινωνικών σχέσεων. Ο όρος ‘καπιταλισμός’ ίσως φαντάζει ετυμολογικά αδόκιμος για να χαρακτηρίσει απόλυτα το εύρος και τον τύπο των εξελίξεων και των μεταβολών που υπέστησαν οι ανθρώπινες σχέσεις την περίοδο αυτή. Όμως η μετάβαση προς ένα νέο πλαίσιο αρχών και διαδικασιών που θα ολοκληρωθεί αργότερα με τη Βιομηχανική Επανάσταση, εμπεδώθηκε περισσότερο ομαλά επειδή ακριβώς βασίστηκε στο πρόπλασμα ‘καπιταλισμού’ που γεννήθηκε αυτή την περίοδο.
Οι εξελίξεις αυτής της περιόδου δεν εξέλαβαν το χαρακτήρα βαθιάς και ριζικής ρήξης, καθώς προήλθαν από μια σταδιακή εξελικτική πορεία που συχνάκις στηρίχθηκε και τροφοδοτήθηκε από τους πυλώνες του φεουδαλικού συστήματος. Η υιοθέτηση (ασυνείδητα ίσως) δομών και θέσεων που ανήγαγαν την οικονομική απογείωση σε στρατηγικό στόχο, προήλθαν ως φυσική επιλογή λόγω των εγγενών προβλημάτων του υφιστάμενου συστήματος και διαμόρφωσαν κοινωνικές ομάδες που δεν στήριζαν την ισχύ τους στην κατοχή γης, αλλά στην δύναμη του χρήματος.
Ο απλός άνθρωπος της μεταφεουδαλικής περιόδου, αποδέχτηκε σταδιακά τις προδιαγραφές ενός συστήματος, που στηριζόταν στον ανασχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας και την επανεπένδυση των κεφαλαίων με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη, με μοναδικό ρόλο για τον ίδιο αυτόν του γραναζιού της παραγωγικής μηχανής. Σε κάθε περίπτωση, ηθελημένα ή αθέλητα, ο ευρωπαϊκός κόσμος εισήλθε από νωρίς σε μια αναπόφευκτη καπιταλιστική πραγματικότητα με θυελλώδεις κοινωνικές μεταβολές. Μια πραγματικότητα που προσπαθεί να διαχειριστεί μέχρι σήμερα και ένα πλήθος μεταβολών, οι επιπτώσεις των οποίων εξακολουθούν να παραμένουν επίκαιρα αναλλοίωτες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΓΑΓΑΝΑΚΗΣ, Κ. (1999), Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
2. ΔΙΑΛΕΤΗ, Α. (2008), «Η Μετάβαση από το Μεσαίωνα στη Νεότερη Εποχή στην Ευρώπη», στο ΑΡΚΟΛΑΚΗΣ, Μ., ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Ζ. και λοιποί, Θέματα Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
3. ΚΟΜΝΗΝΟΣ, Ν. (1986), Θεωρία της Αστικότητας, Τόμος Ι, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα.
4. ΚΟΥΡΛΙΟΥΡΟΣ, Η. (2004), «Η Συμβολή της Κριτικής Οικονομικής Γεωγραφίας στην Ολοκληρωμένη Προσέγγιση της Παγκοσμιοποίησης», στο 7ο Πανελλήνιο Γεωγραφικό Συνέδριο, Πρακτικά: Τόμος ΙΙ, σ. 126-135, Μυτιλήνη, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Γεωγραφίας. Διαθέσιμο στην ηλ. διεύθυνση: http://www.srcosmos.gr/srcosmos/showpub.aspx?aa=6339  
5. ΛΕΟΝΤΙΔΟΥ, Λ. (2002), Η Πόλη της Παγκοσμιοποίησης: Τοπία Εξουσίας και Εστίες Αντίστασης στον Πλανητικό Πολιτισμό, σ. 181-194, Αθήνα, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
6. ΛΕΟΝΤΙΔΟΥ, Λ. (2005), Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στις Επιστημολογικές Διαδρομές της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας, Αθήνα, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
7. ΛΕΟΝΤΙΔΟΥ, Λ. και ΣΚΛΙΑΣ, Π. (2001), Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης - Εγχειρίδιο Μελέτης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
8. ΜΑΡΑΚΗ, Ε. (2006), «Η Επίδραση της Παγκοσμιοποίησης στη Ζήτηση και την Προσφορά Εργασίας και στη Διαμόρφωση των Μισθών», Επιστημονικό Βήμα, τεύχος 6, Ιούνιος 2006, σ. 170-180, Διαθέσιμο στην ηλ. διεύθυνση:    http://www.syllogosperiklis.gr/ep_bima/epistimoniko_bima_6/14_maraki.pdf
9. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΤ., Ιστορία της Τεχνολογίας: Ατμοκίνηση, Βιομηχανική Επανάσταση. Διαθέσιμο στην ηλ. διεύθυνση: http://sfrang.com/historia/default.htm#per
10. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Τ. (2005), «Οι Αντιτιθέμενες Προσεγγίσεις της Παγκοσμιοποίησης», Διάπλους, τεύχος 9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005, Διαθέσιμο στην ηλ. διεύθυνση:
11. ΧΑΤΖΗΜΠΙΡΟΣ, Κ. (2002), Το πλανητικό Οικοσύστημα, Παγκοσμιοποίηση Υπανάπτυξη και Προοπτικές, Αθήνα, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Διαθέσιμο στην ηλ. διεύθυνση: http://www.itia.ntua.gr/~kimon/limnos4.doc  .

© ΙΖ 2010