Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

ΕΠΟ12 (Ευρωπαϊκή Ανθρωπογεωγραφία) - 4/2009


ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2009

ΘΕΜΑ
«Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι η παγκοσμιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών που τη συνοδεύουν, οδηγούν σε ‘από-εδαφικοποίηση’ ή ‘από-τοπικοποίηση’ των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, αδυνατίζοντας έτσι τη σημασία του τοπικού επιπέδου. Αναλύστε τους κύριους λόγους για τους οποίους η άποψη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αβάσιμη, δίνοντας έμφαση στο ρόλο που παίζουν οι μεγάλες πόλεις και ειδικότερα οι πόλεις με πλανητική επιρροή στις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης. Χρησιμοποιήστε παραδείγματα.»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης αποτελεί ένα καίριο θέμα προβληματισμού λόγω των αντικρουόμενων απόψεων περί των αποτελεσμάτων της και του αναπόφευκτου του χαρακτήρα της, ως λειτουργία και διαδικασία που λαμβάνει χώρα πέρα και πάνω από τις επιλογές μας σε ατομικό αλλά συχνά και σε και κρατικό επίπεδο.
Σε πρώτη φάση λοιπόν, θα επιχειρηθεί μια εννοιολογική προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης ως προς το χαρακτήρα της, το περιεχόμενό της, τις αρχές που την διέπουν ως φαινόμενο και τις εκ πρώτης όψεως διακριτές επιπτώσεις της.
Ακολούθως, δεχόμενοι ότι οι νέες τεχνολογίες αποτελούν έναυσμα, αφορμή, δομικό συστατικό και για πολλούς γενεσιουργό αιτία του φαινομένου, θα επισημανθεί ο ρόλος των τεχνολογιών αυτών στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης, ειδικότερα όσον αφορά την αποτοπικοποίηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Σε ένα επόμενο στάδιο ανάλυσης, θα γίνει ειδική αναφορά στην αντίθεση παγκόσμιου-τοπικού και στον τρόπο που η παγκοσμιοποίηση μεταλλάσει το ρόλο και τη σημασία του κάθε ενός. Ειδικότερα, θα γίνει μια προσέγγιση της διάστασης αυτής μέσα από την χωροθέτηση των σύγχρονων πλανητικών μητροπόλεων και του ρόλου που παίζουν στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Κάνοντας χρήση όλων των παραπάνω αναλύσεων και επισημάνσεων, θα γίνει εκτενής παράθεση και διατύπωση επιχειρημάτων και παραδειγμάτων που αμφισβητούν την ολοκλήρωση της παγκοσμιοποίησης, αφήνοντας ερωτηματικά ως προς τον χαρακτήρα της διαδικασίας αυτής και της ικανότητάς της να επιφέρει τελικά αποτελέσματα σε πλανητικό επίπεδο.
Τέλος, θα διατυπωθούν κατάλληλα συμπεράσματα που θα κινούνται στην κατεύθυνση ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης τόσο της στρατηγικής όσο και της υλοποίησης της διαδικασίας, με τρόπο που να διαχέει κατάλληλα τα αποτελέσματα στους εμπλεκόμενους φορείς και εν τέλει στους λαούς που βιώνουν από πρώτο χέρι στην καθημερινότητά τους τα οφέλη και τις ζημίες των κρατικών και υπερ-κρατικών επιλογών.

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΗΣ
Ο όρος ‘παγκοσμιοποίηση’ εκ πρώτης εκφράζει την τάση των βιομηχανικών επιχειρήσεων και των χρηματαγορών για εξάπλωση σε οποιαδήποτε χώρα του πλανήτη. Πρόκειται δηλαδή για το φαινόμενο της διεθνοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας υπό την έννοια της υπέρβασης των εθνικών οικονομιών. Υιοθετώντας έναν πιο ευρύ ορισμό της έννοιας, διαπιστώνουμε ότι η παγκοσμιοποίηση δίνει έμφαση στην αυξημένη διασύνδεση και αλληλεξάρτηση μεταξύ αγορών, επιχειρήσεων, ιδεών, κανονιστικών πλαισίων και εν τέλει πολιτισμών. (Μαρακη, 2006 & Γιωτοπουλος, 2007)
Οι μοντέρνες κοινωνίες αναπτύχθηκαν πάνω στο πρότυπο της εθνικής κοινωνίας και του κράτους-έθνους με τα συστατικά στοιχεία της εθνικής βιομηχανίας, της εθνικής οικονομίας, των εθνικών συστημάτων δικαίου κλπ. Ο 21oς αιώνας έχει τα χαρακτηριστικά ενός ενιαίου κοσμικού συστήματος αλλά και παράλληλα ενός κόσμου κομματιασμένου στον οποίο οι τάσεις για παγκόσμια ένταξη και διακυβέρνηση είναι καίριες. Η καθιέρωση τής παγκοσμιοποίησης ως κεντρικού φαινομένου τής εποχής μας σημαίνει ότι ο παραδοσιακός εθνικός θεσμός τού κράτους βλέπει την κυριαρχία του να διαβρώνεται εξαιτίας τής αλληλεξάρτησης μεταξύ των μελών τής διεθνούς κοινότητας. Η εστίαση λοιπόν στο επίπεδο είτε ενός κράτους είτε μιας υπερεθνικής οντότητας όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, κρύβει τη βασική και καίρια διασύνδεση του τοπικού με το παγκόσμιο σύστημα. (Τσομπάνογλου, 2006)
H παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια αμφιλεγόμενη έννοια που έχει βρεθεί στο επίκεντρο μεγάλου θεωρητικού και πολιτικού ενδιαφέροντος και ερμηνεύεται με διαφορετικό τρόπο από διαφορετικά άτομα και οργανώσεις. Υπάρχουν στο ένα άκρο ένθερμοι υποστηρικτές που βλέπουν την ομοιογενοποιητική δυναμική της παγκοσμιοποίησης να δημιουργεί έναν ενιαίο κόσμο χωρίς σύνορα καταργώντας την γεωγραφική διαφοροποίηση και υπάρχουν στο άλλο άκρο σκεπτικιστές που υποστηρίζουν πως παρά τις φαινομενικές αλλαγές, τίποτε πραγματικά νέο δεν συμβαίνει στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού σε διεθνές επίπεδο. (Κουρλιουρος, 2004)
Μολονότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο οικονομική και θα μπορούσε κανείς να μιλήσει ακόμη για τεχνολογική, πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική παγκοσμιοποίηση, στη σημερινή οικονομία της αγοράς η οικονομική παγκοσμιοποίηση αποτελεί την κύρια συνιστώσα της. Η παγκοσμιοποίηση νοείται από πολλούς ως ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μιας σειράς τεχνολογικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών-ιδεολογικών καινοτομιών. Ο βασικός παράγοντας που προκάλεσε αυτές τις αλλαγές, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ήταν η ανάδυση, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος. Σε αυτές οφείλεται εν πολλοίς η εγκαθίδρυση μιας κοινής καταναλωτικής κουλτούρας που συνενώνει διαφορετικούς λαούς και περιοχές του πλανήτη. Εν γένει, ο όρος παγκοσμιοποίηση υποδηλώνει την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των χωρών του πλανήτη στο οικονομικό, πολιτικoρυθμιστικό και πολιτιστικό επίπεδο. (Φωτοπουλος, 2005 & Κουρλιουρος, 2004)
Στο οικονομικό επίπεδο, η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται ως ελευθερία του κεφαλαίου στις τρεις κύριες μορφές του (χρηματικό, εμπορικό, παραγωγικό) έτσι ώστε να διαπερνά τα εθνικά σύνορα και να επενδύεται εκεί που παρουσιάζονται ευνοϊκότερες συνθήκες κερδοφορίας. Το χρηματικό κεφάλαιο αποτελεί την πλέον κινητική μορφή κεφαλαίου μέσω της λειτουργίας των διεθνών χρηματιστηρίων και της ηλεκτρονικής δικτύωσης πράγμα που επιτρέπει τεράστιο όγκο συναλλαγών σε ελάχιστο χρόνο. Το εμπορικό κεφάλαιο διακινείται μέσω του παγκόσμιου εμπορίου που έχει φιλελευθεροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν. Το παραγωγικό κεφάλαιο διακινείται μέσω των ξένων άμεσων επενδύσεων των πολυεθνικών εταιριών. Στο πολιτικό-ρυθμιστικό επίπεδο, η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται με την συρρίκνωση του ρυθμιστικού ρόλου των εθνικών κρατών και την αυξανόμενη σημασία διακρατικών θεσμών συντονισμού όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η NAFTA κλπ. Καμιά οικονομία σήμερα, όσο ανεπτυγμένη και αν είναι, δεν είναι πραγματικά ανεξάρτητη και καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να χαράξει οικονομική πολιτική χωρίς να λάβει σοβαρά υπόψη της το διεθνές περιβάλλον. Τέλος στο πολιτιστικό επίπεδο η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται με τη διάχυση κοινών καταναλωτικών και πολιτιστικών προτύπων και συμπεριφορών μέσω της τηλεόρασης, των εταιριών παραγωγής προϊόντων ψυχαγωγίας και μέσω του διαδικτύου. (Κουρλιουρος, 2004)

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Στη σύγχρονη φάση της παγκοσμιοποίησης, η πολλαπλή διασυνδεσιμότητα σε παγκόσμιο επίπεδο έγινε εφικτή χάρη στην τεχνολογική πρόοδο, που διευκολύνει σε τέτοιο βαθμό τις μεταφορές, τις επικοινωνίες και τη μετάδοση της πληροφορίας ώστε να μιλάμε για τον θάνατο της απόστασης. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας ενοποιεί σε παγκόσμιο επίπεδο τον σημερινό κόσμο ο οποίος συρρικνώνεται με την επέκταση των επικοινωνιών και την άμεση διάδοση των πληροφοριών. Η ψηφιακή επανάσταση εντείνει την αλληλεπίδραση των ανθρώπων σε διαφορετικούς τόπους και δημιουργεί έτσι μια πολιτισμική ανταλλαγή. Η συμπίεση του χώρου και του χρόνου μέσω της τεχνολογίας των Η/Υ και της μικροηλεκτρονικής αναδιατάσσουν τις έννοιες αυτές στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνική ζωή. (Λεοντίδου, 2005: σ347 & 350-351 και Γιωτοπουλος, 2007)
Η ανάπτυξη των συγκοινωνιών και επικοινωνιών μειώνει τις αποστάσεις και δημιουργεί τη συνείδηση ότι όλοι οι κάτοικοι της γης ανήκουν σε ένα παγκόσμιο χωριό. Η κινητικότητα των εργαζομένων και των επιχειρήσεων αυξάνεται και αυτό έχει συνέπειες στη γεωγραφική εικόνα της παραγωγής και της αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, η παγκοσμιοποίηση και τυποποίηση της γνώσης και η ευκολότερη μεταφορά τεχνογνωσίας δημιουργούν θεωρητικά τη δυνατότατα εξάπλωσης της τεχνολογίας σε οποιονδήποτε χώρο και κλάδο προς όφελος της ανάπτυξης. Η εκμηδένιση των αποστάσεων με τις τηλεπικοινωνίες και τις μεταφορές έχουν καταστήσει τον πλανήτη ένα ενιαίο σύνολο, όπου οι τρόποι κατανάλωσης και τα τεχνολογικά προϊόντα τείνουν να εξομοιωθούν και οι επιπτώσεις τους εμφανίζονται παντού. (Μαράκη, 2006 και Χατζημπιρος, 2002)
Η ραγδαία εξέλιξη των ηλεκτρονικών τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας, καθώς και η βελτίωση των μέσων μεταφοράς έχουν ως συνέπεια τη δραματική μείωση του κόστους διακίνησης υλικών, ανθρώπων και πληροφοριών. Συνεπακόλουθα, ο αυξανόμενος συγκεντρωτισμός των χρηματοοικονομικών θεσμών μέσω των οποίων κατανέμονται και χρησιμοποιούνται τα κεφάλαια, οδηγεί στην κυριαρχία μιας εικονικής ‘οικονομίας χαρτιών’, πάνω στην πραγματική οικονομία της παραγωγής. Οι διεθνείς ηλεκτρονικές ροές του χρηματικού κεφαλαίου σχετίζονται λιγότερο με τις πραγματικές ανάγκες χρηματοδότησης της υλικής παραγωγής και περισσότερο με κερδοσκοπικές κινήσεις. Έτσι τελικά επικρατεί η αυτονόμηση του χρηματικού από το παραγωγικό κεφάλαιο και η εγκαθίδρυση μιας βραχυπρόθεσμης οπορτουνιστικής λογικής του πρώτου έναντι της μακροπρόθεσμης στρατηγικής λογικής του δεύτερου. (Κουρλιουρος, 2004)
Αυτό που καθίσταται υπέρτατο αγαθό στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της ηλεκτρονικής διασύνδεσης είναι το δομικό συστατικό της πληροφορικής επιστήμης, δηλαδή η ψηφιακή γνώση-πληροφορία η οποία ρυθμίζει πλέον την κοινωνική και οικονομική υπόσταση των φορέων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η αυξανόμενη σημασία των άυλων εισροών (επιστημονική γνώση και καινοτομία) στις οικονομικές δραστηριότητες των ανεπτυγμένων χωρών μετασχηματίζει τις εθνικές οικονομίες από οικονομίες υλικών πόρων σε οικονομίες της γνώσης. Παρατηρείται έτσι η διεθνοποίηση της έρευνας και η ταχύτατη διάχυση νέων τεχνολογικών εφαρμογών τόσο στις διαδικασίες παραγωγής όσο και στα προϊόντα. Οι τεχνολογικές επαναστάσεις στις μεταφορές και επικοινωνίες διευκολύνουν σε κάθε περίπτωση την επέκταση της δράσης των πολυεθνικών επιχειρήσεων που είναι οι κύριοι φορείς της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. (Τσομπανογλου, 2006 & Κουρλιούρος, 2004)

‘ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ’ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ‘ΤΟΠΙΚΟΥ’ & ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥΠΟΛΕΙΣ
Ο Κουρλιούρος σημειώνει ότι μελετητές όπως ο Giddens θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση προϋποθέτει την αναδιάταξη του χρόνου και του χώρου στην κοινωνική ζωή. Και αυτό γιατί οι τεχνολογικές εξελίξεις στα παγκόσμια δίκτυα πληροφοριών ελαχιστοποιούν τον έλεγχο των τοπικών συνθηκών στη ζωή των ανθρώπων καθώς γεγονότα και διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί να έχουν επιπτώσεις και στις τοπικές συνθήκες. Η εμπειρία των καθημερινών κοινωνικών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων δεν συμπίπτει πλέον με τον χώρο στον οποίο συμβαίνουν. Η παγκοσμιοποίηση αφορά τον συσχετισμό ανάμεσα σε κοινωνικά γεγονότα και σχέσεις που βρίσκονται ‘σε απόσταση’ από το τοπικό σημείο αναφοράς. Αντίστοιχα μελετητές όπως ο Harvey, θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση εκφράζει τη μεταβαλλόμενη εμπειρία μας για το χώρο και το χρόνο. Η συμπίεση του χωρο-χρόνου εκφράζεται με την δημιουργία μιας ηλεκτρονικής παγκόσμιας αγοράς η λειτουργία της οποίας καταργεί τόσο τη γεωγραφική απόσταση στην διακίνηση των κεφαλαίων όσο και το χρονικό διάστημα που απαιτείται καθώς η διακίνηση αυτή πραγματοποιείται ακαριαία μέσω τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων και δικτύων Η/Υ. (Κουρλιουρος, 2004)
Η παγκοσμιοποίηση υποκινεί την ένταση του ανταγωνισμού ανάμεσα σε διαφορετικές περιφέρειες-χώρες-περιοχές για την προώθηση της εικόνας τους με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων. Η εστίαση λοιπόν στο επίπεδο είτε ενός κράτους είτε μιας υπερεθνικής οντότητας όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, κρύβει τη βασική και καίρια διασύνδεση του τοπικού με το παγκόσμιο σύστημα. Η αύξηση της χωροθετικής ελευθερίας του κεφαλαίου στις επενδυτικές αποφάσεις και η κατάργηση των γεωγραφικών εμποδίων ευνοούν την πραγματοποίηση επενδύσεων στις περιοχές εκείνες που παρουσιάζουν καλύτερες προοπτικές. Κατά συνέπεια έχουμε και αποεδαφικοποίηση της παραγωγής υπό την έννοια της ύπαρξης ενός μεγαλύτερου φάσματος εναλλακτικών τόπων εγκατάστασης των παραγωγικών επενδύσεων. (Τσομπανογλου, 2006 & Κουρλιούρος, 2004)
Η παγκοσμιοποίηση επιφέρει αλλαγές στην διοίκηση των κρατών-εθνών επιβάλλοντας μηχανισμούς ολικής κοινωνικής ενσωμάτωσης των πολιτών. Έτσι καθίσταται αναγκαία η στροφή της κεντρικής διοίκησης προς τα τοπικά προβλήματα με πρώτο βήμα την αποκέντρωση των υπηρεσιών. Οι λόγοι της αποκέντρωσης μπορεί να είναι είτε οικονομικοί ή να επιβάλλονται από τις συνθήκες ανταγωνισμού και την επιτάχυνση της ανταγωνιστικότητας. Οι νέες συνθήκες ανταγωνισμού και ο επακόλουθος καταμερισμός εργασίας έχουν ως αποτέλεσμα την μερική αντικατάσταση της μαζικής παραγωγής από νέες μορφές ευέλικτης παραγωγής, που βασίζονται στις μικρές μονάδες και στην εργασία σε αποκεντρωμένες περιφερειακές ομάδες. (Τσομπανογλου, 2006)
Η αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση οδηγεί σε καταστάσεις όπου οι αποφάσεις που λαμβάνονται στα πλαίσια μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών έχουν συχνά μεγαλύτερο βάρος από τοπικές ή περιφερειακές πολιτικές. Δυστυχώς όμως, παρά την σταδιακή ομογενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς, το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών διευρύνεται. Οι Δυτικές χώρες βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τις πρώην Ανατολικές χώρες και όλες μαζί σε μια διαρκώς αυξανόμενη απόσταση από τον 3ο Κόσμο (μη ανεπτυγμένες χώρες), ενώ η απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς ευνοεί τους ισχυρότερους σε βάρος των πιο αδύναμων. Το μεγαλύτερο μέρος των πόρων του πλανήτη χρησιμοποιείται ακόμα από μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων. Το χάσμα αναπαράγεται και στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων χωρών, με τους αποκλεισμένους και περιθωριακούς, κυρίως στις μεγάλες μητροπόλεις, να μην επωφελούνται από τα αγαθά της ανάπτυξης. (Χατζημπιρος, 2002)
Η δημιουργία μεγάλων μητροπόλεων εντάθηκε με την παγκοσμιοποίηση. Αρχικά στις ανεπτυγμένες χώρες, η κίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο προς την πόλη είχε ως κύριο αίτιο την εκβιομηχάνιση. Γενικότερα όμως η μεγάλη πόλη είναι, ακόμη και στις μη βιομηχανικές χώρες, ένα πλούσιο πεδίο δραστηριοτήτων, παραγωγικών ή μη. Το γεγονός αυτό, έγινε αιτία μεγάλης ροής ανθρώπων προς τις πόλεις. Μεταξύ του 1975 και του 1995, ο πληθυσμός των πόλεων αυξήθηκε κατά ένα δισεκατομμύριο και σήμερα σχεδόν οι μισοί άνθρωποι του πλανήτη, περίπου 3 δισεκατομμύρια, ζουν σε πόλεις. (Χατζημπιρος, 2002)
Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης η λεγόμενη μεγάλη μητρόπολη που αποτελεί επιτελικό κέντρο στην κορυφή της αστικής κυριαρχίας, αναφέρεται ως παγκοσμιούπολη. Πρόκειται για μεγάλα αστικά συγκροτήματα-κόμβους όπου συγκεντρώνεται η παγκόσμια οικονομική εξουσία, το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, οι υπηρεσίες εξυπηρέτησης, οι διεθνείς τηλεπικοινωνίες, οι πολυεθνικές δραστηριότητες, μαζί με ένα σύνολο εξειδικευμένου εθνικού ή μεταναστευτικού εργατικού και επιχειρησιακού δυναμικού. Εκεί φιλοξενούνται τόσο οι φορείς της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας όσο και ένα συνονθύλευμα κοινωνικά αποκλεισμένων πληθυσμών που εισέρευσαν όχι λόγω προδιαγραφών αλλά λόγω βιοποριστικής ελπίδας. Οι παγκοσμιουπόλεις όπως Παρίσι, Λονδίνο, Ν. Υόρκη αποτελούν επίσης προορισμό μετοίκησης μόνιμης ή προσωρινής ανώτερων διοικητικών στελεχών πολυεθνικών εταιριών και διεθνών οργανισμών. (Λεοντίδου, 2005: σ 352-353 & 370)

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ & ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΙΑΨΕΥΔΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Η μορφή της οικονομίας της αγοράς που έχει εγκαθιδρυθεί στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα αντιπροσωπεύει μια δομική αλλαγή, την μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα και όχι απλά μια αλλαγή οικονομικής πολιτικής. Παρόλο που δεν παύει να είναι το αποτέλεσμα μιας δυναμικής της οικονομίας που εγκαθιδρύθηκε δύο αιώνες πριν, η σημερινή οικονομία της αγοράς είναι πολύ διαφορετική από αυτήν του περασμένου αιώνα. Η σημερινή μορφή της οικονομίας όμως δύσκολα μπορεί να περιγραφεί ως παγκοσμιοποιημενη και μάλλον μοιάζει περισσότερο ως διεθνοποιημένη, εφόσον η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, είναι ακόμη περιορισμένη. (Φωτοπουλος, 2005)
Παρά την παγκοσμιοποίηση οι εθνικές οικονομίες εξακολουθούν να είναι πολύ ισχυρές (π.χ. η αμερικανική οικονομία, η ιαπωνική, η γερμανική κ.λπ.). Ο Όσκαρ Λαφονταίν για παράδειγμα δεν δέχεται την ύπαρξη μιας πραγματικά παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η κινητικότητα του κεφαλαίου που υλοποιείται είναι κοινωνικά και γεωγραφικά άνιση σε παγκόσμιο επίπεδο αφού περιορίζεται ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες της «τριάδας» ΗΠΑ-ΕΕ-Ιαπωνία αποκλείοντας έτσι από την παγκοσμιοποίηση ένα σημαντικό τμήμα του πλανήτη και του πληθυσμού του. Με το 70% των άμεσων επενδύσεων παγκοσμίως να συγκεντρώνεται στη Δυτική Ευρώπη, τις Η.Π.Α και την Ιαπωνία μάλλον μια διακρατική διαπλοκή μερικών οικονομιών έχουμε παρά μια παγκοσμιοποιημένη οικονομική συνισταμένη. (Μαρακη, 2006 & Κουρλιουρος, 2004)
Πολλοί άλλοι μελετητές, κρατούν ομοίως μια σκεπτικιστική στάση απέναντι στην παγκοσμιοποίηση θεωρώντας ότι παρά τις αλλαγές, τίποτε πραγματικά νέο δεν συμβαίνει στον καπιταλισμό, πέρα από την ενίσχυση της διεθνοποίησής του, που έτσι κι αλλιώς υπήρξε αυτονόητη. Η πραγματικότητα δείχνει ότι οι αληθινά διεθνείς εταιρίες είναι ελάχιστες, ενώ οι κατ’ όνομα πολυεθνικές έχουν στην ουσία εθνική βάση και κουλτούρα. Επιπλέον, ένα σημαντικό ποσοστό του διεθνούς εμπορίου αφορά συναλλαγές στα εσωτερικά δίκτυα των πολυεθνικών και όχι το πραγματικό εμπόριο μεταξύ χωρών. Οι ίδιες οι παγκόσμιες αγορές δεν είναι πραγματικά απελευθερωμένες αφού υπόκεινται στις πιέσεις των ισχυρών οικονομικών δυνάμεων. Ούτε η αύξουσα διεθνοποίηση των ροών κεφαλαίου αναιρεί το γεγονός ότι η πραγματική παραγωγή λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένα εθνικά-εδαφικά πλαίσια και συνεπώς ο ρόλος των εθνικών ρυθμιστικών πολιτικών είναι ακόμα σημαντικός για τον συντονισμό των παραγωγικών διαδικασιών. (Κουρλιουρος, 2004)
Ένα άλλο επιχείρημα ειδικά για το ζήτημα της εργασίας, λέει ότι η φαινομενική αδυναμία της εθνικής πολιτείας σε σχέση με την παγκόσμια κοινωνία, δεν πρέπει να μας απομακρύνει από το γεγονός ότι τα διάφορα είδη πολιτικής που μπορούν να ρυθμίσουν την εργασία μπορούν να εφαρμοσθούν μόνο σε εθνικό ή κοινοτικό επίπεδο. Εκεί βρίσκεται και η σχετική υπεροχή τού κράτους-έθνους. Εν τέλει, η πολυεπίπεδη επίδραση τής παγκοσμιοποίησης λειτουργεί καταλυτικά στον μετασχηματισμό των κρατικών διοικήσεων, καθώς αυτές αναδιαρθρώνονται και διεισδύουν εκ νέου σε τοπικά και περιφερειακά δίκτυα. (Τσομπανογλου, 2006)
Η αντίθεση που παρατηρείται στην διαδικασία διεθνοποίησης της έρευνας και της εξειδικευμένης γνώσης αποτελεί ένα ακόμα δείγμα ενός ισχυρού δικτύου προστατευτισμού που εφαρμόζεται σε ζητήματα καινοτομιών και επιστημονικών επιτευγμάτων, ιδικά σε θέματα νέων τεχνολογικών εφαρμογών υπό το πέπλο της επιλεκτικής προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων. Έτσι παρά την επέκταση της δράσης των πολυεθνικών επιχειρήσεων και δικτύων που είναι άλλωστε οι κύριοι φορείς της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, παρατηρείται αυξανόμενος έλεγχος των χρηματοοικονομικών ροών, των τεχνολογιών αιχμής και εν τέλει των αγορών από αυτές τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. (Κουρλιουρος, 2004)
Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να συγχέουμε την οικονομική παγκοσμιοποίηση με την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Η παγκοσμιοποίηση αναφέρεται στην περίπτωση μιας παγκόσμιας οικονομίας χωρίς σύνορα, στην οποία ο οικονομικός εθνικισμός έχει εξαλειφθεί και η παραγωγή έχει διεθνοποιηθεί με την έννοια ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν γίνει α-κρατικά σώματα που εμπλέκονται σε έναν ενιαίο εσωτερικό καταμερισμό της εργασίας ο οποίος καλύπτει πολλές χώρες. Από την άλλη η διεθνοποίηση αναφέρεται στην περίπτωση όπου οι αγορές μεν έχουν διεθνοποιηθεί, με την έννοια των ανοιχτών συνόρων για την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας, αλλά τα έθνη-κράτη εξακολουθούν να υπάρχουν και να ελέγχουν την εξουσία με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, σε ένα σύστημα όπου ο ρόλος του κράτους περιορίζεται προοδευτικά στο να εξασφαλίζει ένα σταθερό πλαίσιο αναφοράς για την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς. (Φωτοπουλος, 2005)
Η ιδέα ότι η παγκοσμιοποίηση καταργεί τα σύνορα, τα κράτη, τις γεωγραφικές αποστάσεις, οδηγώντας σε ένα κόσμο χωρίς σύνορα έχει τις φιλοσοφικές της αφετηρίες στις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού. Κάτω από τη θεμελιώδη αντίθεση ανάμεσα σε μαρξισμο-φιλελευθερισμο, βρίσκεται ο κοινός πυρήνας ενός παγκόσμιου ομοιογενοποιητικού οράματος και κοινωνικού σχεδιασμού για πρόοδο, ευημερία και απόλαυση των αγαθών του πολιτισμού. Ωστόσο, ιστορικά γεγονότα τραγικής υφής απέδειξαν ότι η διαδικασία δεν είναι ούτε ομαλή ούτε οικουμενικά αποδεκτή. Η τρομοκρατική επίθεση στο σύμβολο της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης, ύψωσε νέα σύνορα στον γεωπολιτικό χάρτη και πυροδότησε κύκλους εντάσεων, στρατιωτικής βίας, αντιεξουσιαστικών αντιδράσεων και αναρχίας που για πολλούς αποτελούν μέχρι και σύγκρουση πολιτισμών. Όποια εκδοχή και αν επιλέξει κανείς για την ερμηνεία των αιτίων, επιβεβαιώνεται ότι η ανθρωπότητα απέχει ακόμα μακριά από το τέλος των συνόρων και της γεωγραφίας. (Κουρλιουρος, 2004)
Ο πλανήτης μας δεν βιώνει μια παγκοσμιοποίηση αγαθότητας και ισοτιμίας αφού δεν είναι η επικοινωνία των λαών και η ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, ιδεών, πολιτισμών και δραστηριοτήτων που αναδύονται ως επιστέγασμα της ομογενοποιητικής προσπάθειας. Αντίθετα η παγκοσμιοποίηση βιώνεται ως η αντιφατική συνύπαρξη δυο αντίθετων κόσμων, ενός κόσμου άνεσης, αφθονίας, ισχύος και αλαζονείας από τη μια, και ενός κόσμου πάλης για επιβίωση, ανέχειας και κοινωνικού αποκλεισμού από την άλλη. Οι κόσμοι αυτοί που διεισδύουν ο ένας στον άλλο σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο αναπαράγουν μέχρι στιγμής στο χώρο και στο χρόνο την άνιση καπιταλιστική ανάπτυξη σε διεθνή αλλά και σε εθνική-περιφερειακή κλίμακα. (Κουρλιουρος, 2004 & Λεοντίδου, 2002: 181).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συνοψίζοντας μπορούμε να διαπιστώσουμε καταρχάς ότι τα οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά φαινόμενα της σύγχρονης κοινωνίας έχουν ανεπιστρεπτί περάσει στη φάση και το πλαίσιο μιας εξελισσόμενης παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση αυτή όμως δεν αποτελεί μια αυτεξούσια διαδικασία που συντελείται ερήμην και υπεράνω του ‘τοπικού’. Όπως το τοπικό δεν προϋπήρχε άθικτα και ανεπηρέαστα του πλανητικού έτσι και το πλανητικό δεν υφίσταται υπεράνω των τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Αποτελούν λοιπόν και τα δύο τους, τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία μιας δυναμικής και εξελισσόμενης αλληλοσυσχέτισης.
Η παγκοσμιοποίηση τόσο ως έννοια όσο και ως θεωρητικό πλαίσιο δείχνει να αποτελείται από αναρίθμητα ζεύγματα. Μπορεί να θεωρηθεί ως απόπειρα ομογενοποίησης και επικυριαρχίας του δυτικού καπιταλισμού στον υπόλοιπο κόσμο, μπορεί όμως και να θεωρηθεί ως πεδίο χειραφέτησης των αδυνάτων σε παγκόσμια κλίμακα. Ομοίως μπορεί να αποτελεί ομοιομορφία όσο και ποικιλότητα, συγκεντρωτισμό όσο και αποκέντρωση, καθολικότητα όσο και μερικότητα, παγκοσμιότητα όσο και τοπικότητα κλπ.
Η δημιουργία πολυπολιτισμικών κοινωνικών περιβαλλόντων αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης, θέτοντας στην πράξη την ανάγκη δημιουργίας κανονιστικών πλαισίων σεβασμού της διαφορετικότητας. Δηλαδή ενός κοινού πλαισίου εξισορρόπησης. Ακούγεται ουτοπικό αλλά αποτελεί μια ακόμα επιβεβαίωση του δίπολου χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης. Από την μια αναδεικνύει και τροφοδοτεί με έντονο και συχνά απάνθρωπο τρόπο τις διαφορές και τις ανισότητες και από την άλλη πασχίζει (ή έστω πρέπει να πασχίζει) να υπερκεράσει αυτές τις ανισότητες με τρόπο βιώσιμο, υγιή και επωφελή για όλους.
Είναι μάλλον ζήτημα οπτικής θεώρησης η εύκολη λύση της κατάταξης σε κάποιο στρατόπεδο υποστήριξης ή αντίθεσης, ο εναγκαλισμός δηλαδή του διπολισμού που μέχρι τώρα έχει πετύχει μόνο την αναπαραγωγή και διαιώνιση των ανισοτήτων. Η απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχει παγκοσμιοποίηση είναι τελικά απλή. Ασφαλώς και δεν υπάρχει παγκοσμιοποίηση στο βαθμό που δεν υπάρχει μια πανανθρώπινη συμφωνία για το ποια παγκοσμιοποίηση επιθυμούμε. Θα λέγαμε ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές παγκοσμιοποίησης ανάλογα με την σκοπιά από την οποία την λογίζουν και την χρησιμοποιούν οι διαφορετικοί agents, οι διαφορετικοί φορείς της (κράτη, υπερεθνικοί οργανισμοί, πολυεθνικές, ιδεολόγοι στοχαστές κλπ.)
Μπορούμε κατά συνέπεια να καταλήξουμε ότι πράγματι έχουμε άθελα ή ηθελημένα ενσωματωθεί σε μια πορεία παγκοσμιοποίησης που όμως δεν έχει σε καμία περίπτωση ολοκληρωθεί. Υπάρχει, έστω και καταστρατηγημένα κατά περίπτωση, ένα κοινό πλαίσιο αξιών. Όμως τα εθνικά και ιδιωτικά συμφέροντα καταφέρνουν να επικρατήσουν και να διαστρεβλώσουν την τελική πορεία προς κατευθύνσεις τα αποτελέσματα των οποίων δεν ευνοούν παρά μια μικρή μόνο μειοψηφία των εμπλεκόμενων φορέων.
Όταν οι λαοί και οι εκπρόσωποί τους συμφωνήσουν ειλικρινά και συνολικά χωρίς εξαιρέσεις όχι μόνο στο πλαίσιο αρχών και αξιών αλλά και στις διαδικασίες και μεθόδους υλοποίησης της παγκοσμιοποίησης και όταν διασφαλίσουν την απρόσκοπτη, αμερόληπτη, ουσιαστική και απαρέγκλιτη εφαρμογή των κανόνων και αρχών αυτών, τότε θα μπορούμε να πούμε ότι η διαδικασία παγκοσμιοποίησης θα μπορεί να βγει από τον φαύλο κύκλο ανατροφοδότησης των ανισοτήτων στον οποίο έχει περιέλθει. Διαφορετικά θα παραμείνουμε αέναα και επαναληπτικά σε ένα στάδιο προσέγγισης αλλά ποτέ ουσιαστικής επίτευξης της αρχικής σύλληψης της παγκοσμιοποίησης ως πορείας των ανθρώπινων κοινωνιών προς την πρόοδο, την ευημερία και τον πολιτισμό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γιωτόπουλος Π., 2007, Τα Ασύμμετρα Οφέλη της Παγκοσμιοποίησης. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.ierd.duth.gr/papers/ta_asymmetra_ofelh.pdf
2. Ευθυμιόπουλος Η., Μοδινός Μ. (επιμ.) 2002, Παγκοσμιοποίηση και Περιβάλλον, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
3. Κουρλιούρος Η., 2004, Η Συμβολή της Κριτικής Οικονομικής Γεωγραφίας στην Ολοκληρωμένη Προσέγγιση της Παγκοσμιοποίησης, 7ο Πανελλήνιο Γεωγραφικό Συνέδριο, Πρακτικά: Τόμος ΙΙ (σελ. 126-135). Μυτιλήνη: Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Γεωγραφίας. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.srcosmos.gr/srcosmos/showpub.aspx?aa=6339
4. Λεοντίδου Λ., 2005, Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στις Επιστημολογικές Διαδρομές της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
5. Λεοντίδου Λ., 2002, Η Πόλη της Παγκοσμιοποίησης: Τοπία Εξουσίας και Εστίες Αντίστασης στον Πλανητικό Πολιτισμό, στο Ευθυμιόπουλος & Μοδινός (επιμ.) 2002: 181-194, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
6. Μαράκη Ε., 2006, Η Επίδραση της Παγκοσμιοποίησης στη Ζήτηση και την Προσφορά Εργασίας και στη Διαμόρφωση των Μισθών, Επιστημονικό Βήμα, τεύχος 6, Ιούνιος 2006, σελ 170-180, Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.syllogosperiklis.gr/ep_bima/epistimoniko_bima_6/14_maraki.pdf
7. Τσομπανόγλου Γ., 2006, Κοινωνική Οικονομία, Κοινωνικό Κεφάλαιο, Τοπική Ανάπτυξη Μέσω Καινοτόμων Δράσεων. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://62.103.39.56:8080/ketakemak_images/KoinonikiOikonomia-Koinonikokefalaio-Anaptyximesaapokainotomesdraseis_F24488.pdf  
8. Φωτόπουλος Τ., 2005, Οι Αντιτιθέμενες Προσεγγίσεις της Παγκοσμιοποίησης, Διάπλους, τεύχος 9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005, Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grvarious/diaplous_aug_05.htm
9. Χατζημπίρος Κ., 2002, Το πλανητικό Οικοσύστημα, Παγκοσμιοποίηση Υπανάπτυξη και Προοπτικές, στο Ευθυμιόπουλος & Μοδινός (επιμ.) 2002, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Διαθέσιμο και στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.itia.ntua.gr/~kimon/limnos4.doc


© ΙΖ 2009

ΕΠΟ12 (Ευρωπαϊκή Ανθρωπογεωγραφία) - 1/2009


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2009

ΘΕΜΑ
«Ποιες ήταν οι προβιομηχανικές μεταποιητικές δραστηριότητες στην Ευρώπη και πώς η συγκρότηση και ανάπτυξή τους διευκόλυνε την επερχόμενη Βιομηχανική Επανάσταση; Ειδικότερα αναφερθείτε στη γεωγραφική κατανομή της βιοτεχνίας σε περιοχές της Ευρώπης και στους διάφορους τύπους οικισμών από το 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σύμφωνα με τον Benevolo (1977, σ.35) η βιομηχανική επανάσταση είναι ένα εννοιολογικό κατασκεύασμα, της προσπάθειας ορισμού του συνόλου των μετασχηματισμών και των σύνθετων και αλληλένδετων φαινομένων, τα οποία έλαβαν χώρα σε ένα σχετικά σύντομο ιστορικά εύρος χρόνου. Αποτέλεσμα αυτής της επανάστασης, ήταν η εκ βαθέων μεταβολή πρωτίστως της οικονομικής αλλά και κοινωνικής πραγματικότητας, με επιπτώσεις στις ανθρώπινες σχέσεις στο χώρο και στο χρόνο.
Ο όρος ‘επανάσταση’ έχει μεγαλύτερη σημασία ως προς την έννοια της ρήξης με το παρελθόν, παρά ως προς τη διάρκεια ζωής ή την διαδικασία υλοποίησης. Θεωρώντας λοιπόν ότι η εκβιομηχάνιση ήταν μια εξελικτική και σταδιακή διαδικασία που ανέτρεψε εκ βάθρων τα κατάλοιπα των φεουδαρχικών δομών οικονομίας και κοινωνίας, έχει λογική να εξετάσουμε το διάστημα μέχρι τον 19ο αι. όπου συντελέστηκαν όλες εκείνες οι διεργασίες που προετοίμασαν την εκδήλωση της βιομηχανικής επανάστασης.
Γι’ αυτό, θα παρουσιαστεί κατάλληλα το εύρος των μεταποιητικών δραστηριοτήτων στις διάφορες περιοχές της Ευρώπης, προκειμένου να εντοπιστούν τα σημεία εκείνα που κατέστησαν ομαλή και αυτονόητη τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα. Για να διατυπωθεί αυτή η σχέση μεταποιητικής βιοτεχνίας και βιομηχανίας, θα επιχειρηθεί μια συνοπτική και συμπυκνωμένη χρονική αναδρομή, υπό το πρίσμα της αστικοποίησης και του ρόλου της ‘πόλης’ στην διαμόρφωση των ικανών και αναγκαίων συνθηκών εκβιομηχάνισης.
Δεν θα δοθεί έμφαση στην λογική περιγραφής χρονολογιών, πόλεων, προϊόντων, πρώτων υλών και τεχνολογικών καινοτομιών, καθώς βασικός στόχος είναι να αποδειχτεί ότι το προβιομηχανικό υπόστρωμα και οι επιπτώσεις του στο χώρο, ενθάρρυναν και υποστήριξαν με τις κατάλληλες συγκυρίες τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα. Ειδικότερα δε, ότι το πλέγμα οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώθηκε, δεν ήταν τόσο ‘επαναστατικό’ όσο ακούγεται αλλά αποτέλεσε συνέχεια και μετεξέλιξη μιας πρότερα διαμορφωμένης κατάστασης.

ΟΙ ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Κατά τον 14ο αιώνα, η μείωση του πληθυσμού λόγω των επιδημιών αλλάζει τις παραμέτρους προσφοράς-ζήτησης. Οι αμοιβές βελτιώνονται ενώ το κόστος τροφής μικραίνει. Η αγοραστική δύναμη στρέφεται σε προϊόντα καλύτερης ποιότητας, που τώρα γίνονται προσιτά σε περισσότερους ανθρώπους. Οι ανάγκες ένδυσης αποκτούν πρωταρχικό ρόλο, ωθώντας σε ανάπτυξη της υφαντουργίας και στη δημιουργία νέων αστικών κέντρων (Μπολόνια, Βερόνα, Lier) όπου το ένδυμα αποτελεί βασική βιοτεχνική δραστηριότητα. Η εξειδίκευση συγκεκριμένων περιοχών σε συγκεκριμένα στάδια της επεξεργασίας του μαλλιού (Μπρυζ, Γάνδη) προκαλεί μία κινητικότητα προϊόντων ανάμεσα σε διάφορες πόλεις. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 193)
Η σιδηρουργία-μεταλλουργία είναι ο έτερος βιοτεχνικός κλάδος που αναπτύσσεται. Οι περιοχές που διαθέτουν σιδηρομεταλλεύματα (Άλπεις, Πυρηναία, Δ.Γερμανία) αποτελούν έδρα νέων αστικών κέντρων. Επίσης μέρη με υδάτινους πόρους που ευνοούν τη χρήση νερόμυλου για την επεξεργασία του σιδήρου σε καμίνια, αποτελούν πρόσφορες τοποθεσίες εγκατάστασης πληθυσμών. Περιοχές επαρκείς σε ξυλεία (Σουηδία) ως καύσιμη ύλη ευνοούν την σιδηρουργική δραστηριότητα. Όμως, η έλλειψη τεχνογνωσίας και των μέσων για βαθύτερη εξόρυξη μεταλλευμάτων, οδηγεί σε κρίση τον κλάδο κατά τον 15ο αιώνα. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 193-194)
Ο 16ος αιώνας χαρακτηρίζεται από αλλαγές στη δομή και την οργάνωση της βιοτεχνίας και της μεταποίησης. Η ζήτηση βιοτεχνικών προϊόντων αυξάνεται στις αγροτικές περιοχές, ενώ υπήρξε πτώση στις αστικές βιοτεχνίες της βόρειας Ευρώπης. Επίσης η ζήτηση για πρώτες ύλες σε συνδυασμό με τον ασφυκτικό έλεγχο των συντεχνιών στα αστικά κέντρα, ευνοούν την αύξηση της βιοτεχνικής παραγωγής στις αγροτικές περιοχές, όπου το εργατικό κόστος είναι φτηνό. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 211 & Pounds, 2001: 43).
Οι εξελίξεις ήταν έντονες στους βασικούς μεταποιητικούς κλάδους της υφαντουργίας και την μεταλλουργίας. Στην υφαντουργία, αυξάνει η σημασία των λινών στην Β. Ευρώπη και ο τόπος παραγωγής περνά στα κέντρα της επαρχίας. Στην Ιταλία, την πιο σημαντική θέση στην παραγωγή κατείχε η εριουργία, τα υφάσματα της οποίας ήταν ποιοτικά ανώτερα, όμως όταν ανταγωνιστικά κέντρα άρχισαν να διεκδικούν μερίδιο, όπως η Γαλλία η Αγγλία και η Ολλανδία, με χαμηλότερης ποιότητας και φθηνότερα υφάσματα, τελικά κέρδισαν τις διεθνείς αγορές. Στο μεταξύ η παραδοσιακή βιοτεχνία της Φλάνδρας έχει καταρρεύσει και εμφανίζονται νέα κέντρα όπως Λιέγη, Ουτρέχτη. Στον τομέα αυτό η Βενετία κατέχει τα ευρωπαϊκά πρωτεία κυρίως λόγω της πολυτέλειας των προϊόντων. Την ίδια εποχή έχουμε εξελίξεις στην βιοτεχνία δέρματος με τη χρήση ακατέργαστου υλικού, την κεραμική και την υαλουργία, την παραγωγή χαρτιού σε σημαντικές ποσότητες και την εξέλιξη της σφυρηλάτησης και τη δυνατότητα παραγωγής ατσαλιού. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 211-212 & Pounds, 2001: 43-44).
Από τις πιο σημαντικές εξελίξεις της περιόδου είναι η τάση συσσώρευσης και ελέγχου του εργατικού δυναμικού με τη χρήση της βιοτεχνικής μονάδας ως μεθόδου οργάνωσης της παραγωγής στην Βρετανία και ακολούθως έλευση του εργοστασίου όπου γίνεται χρήση των πρώτων μηχανημάτων. Το εργοστάσιο αντιπροσωπεύει ένα ποιοτικό άλμα στην διαδικασία της μεταποίησης, καθώς η αύξηση της κλίμακας παραγωγής και ο έλεγχος της εργατικής δύναμης ανταποκρίνονται στην τάση συσσώρευσης του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης. Η πλειοψηφία των νέων παραγωγικών μονάδων βρίσκεται σε μη αστικές περιοχές όπου δεν υπάρχουν περιορισμοί στη χρήση των επαρκών υδάτινων πόρων. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 227 & Pounds, 2001: 101-103).
Σημαντική για τα την μεταλλουργία, υπήρξε η τεχνολογική καινοτομία της χρήσης υψικαμίνου για την καλύτερη επεξεργασία του σιδήρου. Η υψικάμινος παρήγαγε υψηλότερη θερμοκρασία, απαραίτητη για την τήξη του κασσίτερου και την παρασκευή του κράματος του μπρούντζου. Η μεγαλύτερη ποσότητα σιδήρου έβγαινε στο εμπόριο ως μαλακός σίδηρος και είχε άπειρες χρήσεις για τις ανθρώπινες ανάγκες. (Pounds, 2001: 47).
Ένα γεγονός που επιφέρει νέα δεδομένα στον μεταποιητικό χάρτη της Ευρώπης, είναι η αντικατάσταση του ξύλου από τον γαιάνθρακα ως καύσιμης ύλης για την μεταλλουργία. Η χρήση του ατμομηχανών που καίνε άνθρακα τον 18ο αι. απελευθερώνει την παραγωγή από τους υδάτινους πόρους, κατευθύνει όμως τη δημιουργία νέων βιοτεχνικών μονάδων και πόλεων στις ανθρακοφόρες περιοχές με επαρκή κοιτάσματα ή κοντά σε λιμάνια από όπου εισέρεαν οι πρώτες ύλες. Έτσι οδηγούμαστε στο τέλος των διάσπαρτων βιομηχανιών, ενώ νέες μορφές αστικών οικισμών δημιουργούνται, καθώς η βιομηχανική δράση ενός τόπου ευνοεί την εμφάνιση άλλων επιχειρήσεων, που προσφέρουν υπηρεσίες που προκύπτουν από τη συγκέντρωση της παραγωγής και το καταναλωτικό κοινό. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 228 & 236)
Τέλος η τεχνολογική αιχμή της χρήσης του σιδηρόδρομου, επιτρέπει τη διασπορά της βιομηχανίας σε περιοχές μακριά από την πηγή της πρώτης ύλης, όπου και γίνεται αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού της προβιομηχανικής περιόδου. Η δυνατότητα μεταφοράς της πρώτης ύλης, παρακάμπτει την παράμετρο της απόστασης για την κατασκευή εργοστασίων και βιομηχανικών μονάδων. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 259-260)

ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΡΙΝ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
Στις πόλεις του 15ου και 16ου αι., οι εξειδικευμένοι τεχνίτες στην κατασκευή ειδών για την εύπορη φεουδαρχική τάξη (χαλιά, έπιπλα, κοσμήματα κλπ), οργανώνονται σε συντεχνίες για να ελέγχουν την προνομιακή τους θέση στην μεταποιητική παραγωγική διαδικασία, δρώντας ανεξάρτητα από τους έμπορους και συχνά καθορίζοντας την ποιότητα-ποσότητα-τιμή των προϊόντων στην αγορά της πόλης. Η στεγανότητα των συντεχνιών, ωθεί τους έμπορους στην ύπαιθρο όπου αναπτύσσεται η οικοτεχνία και δημιουργούνται βιοτεχνικά χωριά αστικού μεγέθους, όπου σε επίπεδο οικογένειας παράγονται μέτριας ποιότητας αλλά χαμηλού κόστους προϊόντα, κυρίως υφάσματα. Η επικράτηση της οικοτεχνίας και η μαζική υφαντουργική παραγωγή της υπαίθρου, οδήγησε αρκετά αστικά υφαντουργικά κέντρα σε μαρασμό. (Pounds, 2001: 36)
Από τον 16ο αι. η αστικοποίηση ενισχύεται και γεννιούνται νέες πόλεις συνήθως μικρού και μεσαίου μεγέθους. Στα πλαίσια της οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας, αναπτύσσεται σε τοποθεσίες εύφορων εδαφών και εμπορίου η πόλη-εμπορικό κέντρο. Κοντά σε υδάτινες διόδους η πόλη-λιμάνι (Σεβίλλη, Λισαβόνα, Αμβέρσα, Μασσαλία, Άμστερνταμ) ειδικότερα και λόγω της επικοινωνίας με τις υπερπόντιες κτήσεις. Στα πλαίσια των εθνικών κρατών, δηλαδή σε περιοχές έδρας της κρατικής εξουσίας, έχουμε την πόλη-πρωτεύουσα (Παρίσι και πολύ αργότερα Λονδίνο). Επίσης και οι τόποι θρησκευτικής λατρείας, αποτέλεσαν δευτερευόντως προορισμό μετανάστευσης των αγροτικών πληθυσμών. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 207-208, & Pounds, 2001: 28-29 & 33-34 & 36)
Ενώ οι μικρές πόλεις μπορούσαν να αυτοσυντηρούνται με την βιοτεχνία, και την τοπική παραγωγή, οι μεγάλες πόλεις βασίζονταν αναγκαστικά στην ανταλλαγή προμηθειών όπως στις Κάτω Χώρες που εισήγαγαν σιτηρά από τη Βαλτική. Η ανάγκη αποτίναξης του ελέγχου της υφαντουργίας στην πόλη οδήγησαν στη δημιουργία βιοτεχνικών χωριών αστικού μεγέθους (Δ. Φλάνδρα, Β. Γαλλία) (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 208)
Είναι γεγονός ότι η επέκταση στον Νέο Κόσμο μετατόπισε γεωγραφικά το πολιτικό και οικονομικό κέντρο της Ευρώπης από τον νότο προς τις χώρες που βρέχονται από τον Ατλαντικό. Στις πόλεις προϋπάρχουν βιοτεχνίες που προσελκύουν εργατικό δυναμικό. Τα ενδομεταναστευτικά ρεύματα από τις καθολικές στις προτεσταντικές χώρες και η κινητικότητα ηθελημένη ή αναγκαστική ειδικευμένων τεχνιτών, ισοδυναμεί με μεταφορά τεχνογνωσίας στα νέα αστικά κέντρα, έτσι ώστε νέες περιοχές αναδύονται ενώ άλλες παρακμάζουν. Σε συνδυασμό με την σταδιακή τεχνολογική πρόοδο, ο προτεσταντικός βορράς καθίσταται περιοχή άνθησης έναντι του καθολικού νότου. (Λαγουδάκη, 2006)

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ
Το παράδειγμα της Βρετανίας είναι χαρακτηριστικό για να καταδείξει την εξελικτική μορφή της εκβιομηχάνισης και την στήριξη της σε προγενέστερες δομές. Η Βρετανία αποτέλεσε μια παγκόσμια δύναμη με πολλές αποικίες και ισχυρό στόλο. Οι εμπορικές μεταφορές της απέφεραν πλούτο σε πρώτες ύλες και αποικιακά προϊόντα, παίρνοντας την πρωτοκαθεδρία από τον γεωργικό τομέα ως πηγή εσόδων. Η συσσώρευση εσόδων και κεφαλαίων οδήγησε σε αύξηση της προσφοράς χρήματος διαθέσιμου για επενδύσεις. Η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος με ένα σύστημα διακυβέρνησης από αντιπροσωπευτικό κοινοβούλιο και η φιλελεύθερη θεωρία της ελεύθερης αγοράς με απεριόριστη διακίνηση προϊόντων και κεφαλαίων, υπήρξαν καθοριστικά στην κατάλληλη επανεπένδυση του χρήματος σε καινοτομίες. (Φραγκόπουλος)
Η ανάγκη εξάλλου για ικανοποίηση της αυξημένης ζήτησης προϊόντων λόγω αύξησης του πληθυσμού, κατέστησε επιτακτική την ενίσχυση της παραγωγής. Έτσι οι καινοτομίες στον αγροτικό τομέα με χρήση λιπασμάτων, μηχανών για όργωμα και θέρισμα και η αξιοποίηση των εδαφών χωρίς αμειψισπορά και αγρανάπαυση, αύξησαν την παραγωγή. Η αγροτική ιδιοκτησία ήδη από τον 17ο αι. έχει ξεφύγει από τις παραδοσιακές δομές και οι συντεχνίες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί πράγμα που φέρνει τις κοινωνικές τάξεις πιο κοντά ως προς τις ευκαιρίες ανέλιξης, δημιουργώντας μια επαγγελματική και γνωστική κινητικότητα όμοια με εκείνη της βιομηχανικής φιλελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς. (Φραγκόπουλος)

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΒΙΟΜΗΧΑΝΙΣΗΣ
Μέχρι τον 17ο αι. παράγοντες όπως η τεχνολογική πρόοδος, η εδραίωση της χρηματικής οικονομίας, οι ναυπηγικές βελτιώσεις, η ίδρυση εμπορικών εταιριών, η διαμόρφωση χρηματαγορών και η υψηλή αστικοποίηση συγκεκριμένων περιοχών, ευνόησαν την εμπορική δραστηριότητα. Η έκρηξη των εμπορικών δραστηριοτήτων που επιφέρουν οι ανακαλύψεις και η ανάπτυξη του υπερπόντιου εμπορίου αποτελούν παράγοντες που ωφελούν την ανάπτυξη της μεταποίησης. Οι αγορές ειδών πολυτελείας οι οποίες έχουν δημιουργηθεί λόγω της αποικιακής επέκτασης, εμφανίζουν μια ζήτηση που έρχονται να καλύψουν τα προϊόντα των μεταποιητικών επιχειρήσεων. Η ίδια η ανάπτυξη του εμπορίου δημιουργεί μία νέα τάξη ανθρώπων, που διαθέτουν τα κεφάλαιο για την εξασφάλιση πρώτων υλών αλλά και την αγορά για να διατεθούν τα προϊόντα των βιοτεχνικών μονάδων. Αυτή η αγορά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της μετέπειτα βιομηχανικής εξάπλωσης, αφού αποτελεί την χοάνη απορρόφησης των προϊόντων της.
Η ύπαρξη της συντεχνίας εντός του άστεως όσο και αν εκ πρώτης όψεως αποτελεί μια οπορτουνιστική προστατευτική δομή, εν τούτοις δημιούργησε κατάλληλες συνθήκες τόσο ιδεολογικές όσο και πολιτικές, για να διαμορφωθεί μια μορφή καπιταλιστικής φιλοσοφίας. Καταρχάς η πολιτική εξουσία από στρατιωτική-αριστοκρατική έγινε οικονομική-συντεχνιακή. Οι όροι και οι συνθήκες πλέον καθορίζονται από το χρήμα, δηλαδή το κεφάλαιο. Αυτό σε συνδυασμό με την προτεσταντική ηθική, αποτελούν σε θεωρητικό επίπεδο κινητήριες δυνάμεις για τον δυτικό καπιταλισμό. (Κομνηνός, 1986: 16-17)
Η αντίθεση πόλης-υπαίθρου και ο καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στην παραγωγή-μεταποίηση και το εμπόριο, καταλύει την μεσαιωνική κοινωνία. Ο συντεχνιακός έλεγχος δεν επιτρέπει την μετατροπή του εμπορικού κέρδους σε μεταποιητική επένδυση μέσα στην μεσαιωνική πόλη και έτσι οι δραστηριότητες μεταφέρονται σε νέα σημεία μακριά από τον έλεγχο της παραδοσιακής εξουσίας. Όπου λοιπόν υπάρχουν τα απαραίτητα δομικά συστατικά, πρώτες ύλες και δίοδοι μεταφοράς, εγκαθίσταται η βιομηχανία προκαλώντας αστικοποίηση. Η γενικευμένη κρίση της φεουδαρχίας προκαλεί μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού που έχει να προσφέρει μόνο την εργασία του, μετατρεπόμενος έτσι σε μισθωτό εργάτη. (Κομνηνός, 1986: 17-18)
Η μεσαιωνική πόλη όμως αποτελεί μια ισχυρή κοινωνική πραγματικότητα. Συγκεντρώνει μια ανθούσα βιοτεχνία και ένα χρηματικό πλούτο από το εμπόριο και την τοκογλυφία, αποτελώντας το κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Σε αυτήν συγκεντρώνεται επίσης η γνώση, η πολιτιστική κληρονομιά και η τεχνική εξειδίκευση. Σύντομα η βιομηχανική δραστηριότητα προσεγγίζει ξανά την παραδοσιακή πόλη, η οποία προσαρμόζεται από την οικιακή και τη συντεχνιακή οικονομία στις απαιτήσεις της μανιφακτούρας και της παραγωγικότητας, την χρηματική οικονομία και την κίνηση κεφαλαίων. Η εγκαθίδρυση της οικονομίας του εργοστασίου και η μαζική χωρική συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού, θα διαμορφώσουν εν συνεχεία το βιομηχανικό περιβάλλον του 19ου αι. (Κομνηνός, 1986: 19-20)
Κατά συνέπεια, η αποδιάρθρωση των αγροτικών κοινωνικών δομών με μετανάστευση πληθυσμού στα προϋπάρχοντα προβιομηχανικά κέντρα, η εκμετάλλευση των φυσικών χωρικών χαρακτηριστικών (υπέδαφος, προσβασιμότητα) για ίδρυση νέων κέντρων και το πέρασμα από την οικιακή στην εργοστασιακή οικονομία και την φιλοσοφία της αγοράς, αποτέλεσαν υποστηρικτικούς παράγοντες σχηματισμού του βιομηχανικού τοπίου.

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΙΣΤΟ
Με το τέλος του μεσαιωνικού φεουδαρχικού συστήματος, σηματοδοτείται η σταδιακή αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συσχετισμών με δομικό στοιχείο την χρήση της γης. Οι σιτοδείες, οι λιμοί, οι επιδημίες, οι συχνοί πόλεμοι και εξεγέρσεις, η καταστροφή των γαιών του 14ου αι., οδηγούν μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού της υπαίθρου να μετακινηθεί στις πόλεις, σε αναζήτηση προστασίας πίσω από τα τείχη και μιας καλύτερης τύχης εν μέσω ενός χωροδεσποτικού συστήματος που διέρχεται κρίση. (Μπούρας, 2007)
Τον 16ο αι. οι φεουδαρχικές δομές αναμορφώνονται σε μια προσπάθεια συγκράτησης των μετακινήσεων. Η δουλοπαροικία απαλείφεται και παραχωρούνται προνόμια, ενώ οι οικονομικές σχέσεις σταδιακά μετασχηματίζονται με την ανάπτυξη κτηνοτροφίας, εισαγωγή του αρότρου και τεχνικών καλλιέργειας, επιλογή καλλιεργειών απαραίτητων για τις πόλεις (λινάρι, λαχανικά) και τελικά την συστηματική χρήση του χρήματος ως μέσου συναλλαγών. Διαμορφώνεται με αυτό τον τρόπο ένα πρόπλασμα καπιταλιστικής οικονομίας, που μετατοπίζει την εξάρτηση των χωρικών από τη γη στην αγορά, τόσο για τη διάθεση των προϊόντων τους όσο και για την προμήθεια τροφίμων. (Μπούρας, 2007)
Η αναζήτηση επενδυτικής διεξόδου των κεφαλαιούχων εκτός των συντεχνιακά προστατευμένων ‘τειχών’ του άστεως, οδήγησε στη δημιουργία και στην ύπαιθρο μιας σχέσης εξαρτημένης αμειβόμενης εργασίας καπιταλιστικού τύπου, όπου οι έμποροι-εργοδότες παρέχουν εξοπλισμό, πρώτες ύλες και αμοιβή σε χρήμα στους χωρικούς έναντι της εργασίας τους, ρυθμίζουν την παραγωγή τους και την απορροφούν σε χαμηλή τιμή. Είναι σαφές ότι οι αγρότες της οικοτεχνίας παύουν να είναι παραγωγοί και ιδιοκτήτες των εργαλείων, σχηματίζοντας έτσι μια νέα τάξη τεχνιτών της υπαίθρου έναντι της εμπορικής αριστοκρατίας. Οι συντεχνίες των πόλεων, αποτελώντας μια ‘μεσαία’ αριστοκρατία ήρθαν σε σύγκρουση τόσο με τους εμπόρους όσο και με το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό που συνέρεε στις πόλεις, αφού η οικοτεχνία δεν αρκούσε ως παράγοντας ανάσχεσης της μετακίνησης πληθυσμών. (Μπούρας, 2007)
Οι τεχνολογικές καινοτομίες δημιουργούν με τη σειρά τους νέους τομείς παραγωγής ή εξελίσσουν τους ήδη υπάρχοντες. Η εφεύρεση του αυτόματου αργαλειού του Ζακάρ στις αρχές του 19ου αι. αυτοματοποιεί την υφαντουργία προκαλώντας παραγωγικές και κοινωνικές ανακατατάξεις. Η ύφανση παύει να αποτελεί χειρονακτική εξειδίκευση ή υπαίθρια μεταποιητική δραστηριότητα και μεταφέρεται σε αστικούς χώρους μαζικής παραγωγής, μιας και η αυτοματοποίηση μειώνει το κόστος. Το ίδιο το προϊόν έγινε ευρείας κατανάλωσης για τη μεσαία τάξη, ενώ πριν ήταν πολυτελείας για την υψηλή κοινωνία. (Φραγκόπουλος)
Όπως είναι όμως φυσικό, τόσο η εκμηχάνιση της γεωργίας όσο και η αυτοματοποίηση της υφαντουργίας οδήγησαν σε μείωση της απασχόλησης. Έτσι το περισσευούμενο συνήθως αναλφάβητο αγροτικό δυναμικό μετακινήθηκε στις πόλεις και μετατράπηκε σε φτηνό εργατικό δυναμικό, ενώ ακόμα και ειδικευμένοι απροστάτευτοι από συντεχνίες τεχνίτες βρέθηκαν χωρίς εργασία, πράγμα που επέφερε κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Παρά τον κοινωνικό αναβρασμό, οι δυνατότητες κοινής συνδικαλιστικής δράσης τα πρώτα χρόνια της βιομηχανικής κοινωνίας ήταν περιορισμένες για λόγους μορφωτικούς και κοινωνικούς.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η περίοδος από τα τέλη του Μεσαίωνα μέχρι τις αρχές του 19ου αι. χαρακτηρίζεται από σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές. Η ανάπτυξη των πόλεων και η διαμόρφωση της ζωής μέσα σε αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητα από την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη που συντελέστηκε. Η Βιομηχανική Επανάσταση επέφερε τη ρήξη με το παρελθόν σε επίπεδο εργασιακών, οικονομικών, οικιστικών και κοινωνικών σχέσεων.
Η βιομηχανοποίηση μπορεί να αναφέρεται αρχικά στις μεθόδους και τα μέσα παραγωγής, όμως ο τεχνικός ορισμός από μόνος του δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει το βάθος των μεταβολών που υπέστησαν οι ανθρώπινες σχέσεις σε όλους τους τομείς ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ρήξη αυτή όσο έντονη και μόνιμη και αν υπήρξε και όσο κι αν επιταχύνθηκε γεωμετρικά προς το τέλος της περιόδου ανατροφοδοτούμενη από τις εξελίξεις, εμπεδώθηκε περισσότερο ομαλά επειδή βασίστηκε σε ένα πρόπλασμα που είχε γεννηθεί προγενέστερα.
Εν αγνοία των ορισμών και των τεχνικών όρων, ο απλός άνθρωπος της μεταμεσαιωνικής περιόδου, αποδέχτηκε σταδιακά τις προδιαγραφές ενός συστήματος, που στηριζόταν στον ανασχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας και την επανεπένδυση των κεφαλαίων με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη. Με μοναδικό ρόλο για τον ίδιο αυτόν του γραναζιού της παραγωγικής μηχανής, η αναντιστοιχία ανάμεσα στην πληθυσμιακή και οικονομική διόγκωση και στην κοινωνική εξέλιξη, γέννησε ένα πλήθος προβλημάτων για τα οποία η πόλη αποτέλεσε φυσικό χώρο υποδοχής.
Ο ρόλος της Βρετανίας στην πρωτοκαθεδρία των ευρωπαϊκών εξελίξεων της περιόδου, στηρίζεται ακριβώς στην προγενέστερη αποδέσμευσή της από τα δεσμά του μεσαιωνικού παρελθόντος και στην έγκαιρη υιοθέτηση (ασυνείδητα ίσως) δομών και θέσεων που ανήγαγαν την οικονομική απογείωση σε στρατηγική επιλογή. Σε κάθε περίπτωση, ηθελημένα ή αθέλητα, ο ευρωπαϊκός κόσμος είχε από νωρίς εισέλθει σε μια αναπόφευκτη καπιταλιστική-βιομηχανική πραγματικότητα την οποία προσπαθεί να διαχειριστεί μέχρι και σήμερα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Benevolo L. & Λαζαρίδης Π., 1977, Βιομηχανική Επανάσταση - Βιομηχανική Πόλη, Εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα.
2. Κομνηνός Ν., 1986, Θεωρία της Αστικότητας - Τόμος Ι, Εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα, Αθήνα.
3. Λαγουδάκη Ε., 2006, Το Φαινόμενο της Μετανάστευσης Κατά τον 19ο Αιώνα. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.archive.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=213
4. Λεοντίδου Λ. & Σκλιας Π., 2001, Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης - Εγχειρίδιο Μελέτης, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
5. Μπούρας Χ., 2007, Το τέλος της Φεουδαρχίας και η Ανάπτυξη των Πόλεων.
6. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://christosb.blogspot.com/2007/01/blog-post.html
7. Pounds N. J. G., 2001, Ιστορική Γεωγραφία της Ευρώπης: Η μοντέρνα Ευρώπη – Τόμος Β’, μτφ. Μ. Αλεξάκης, Μ. Κονομή, Α. Λογιάκη, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
8. Φραγκόπουλος Στ., Ιστορία της Τεχνολογίας: Ατμοκίνηση, Βιομηχανική Επανάσταση. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://sfrang.com/historia/default.htm#per


© ΙΖ 2009