Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

ΕΠΟ 42 (Ειδικά Θέματα Ευρ. Πολιτισμού) - 11/2011


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2011

ΘΕΜΑ
«Σε ποιούς παράγοντες αποδίδει ο Βέμπερ την ανάπτυξη του καπιταλισμού στο δυτικό κόσμο; Με ποιο τρόπο οι "ιδέες εντάσσονται στην ιστορική-κοινωνική εξέλιξη" σύμφωνα με το Βέμπερ; Παρουσιάστε την άποψή του αξιοποιώντας προς τούτο το υλικό της ΠΗ»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ     
◦ Στόχοι και μεθοδολογικά εργαλεία του Βέμπερ
◦ Παράγοντες ανάπτυξης του δυτικού καπιταλισμού
◦ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Η συμβολή των ιδεών μέσα από τη μελέτη της Προτεσταντικής Ηθικής
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Στις αρχές του 20ου αι. ο Βεμπερ προσπαθεί να ‘σπάσει’  τον ιστορικό υλισμό της μαρξιστικής θεώρησης, εισάγοντας τη σημασία των ιδεών ως καθοριστικό παράγοντα των κοινωνικών μεταβολών στην ιστορική εξέλιξη. Με το έργο του ‘Προτεσταντική Ηθική & Πνεύμα του Καπιταλισμού’, υποστηρίζει ότι ο δυτικοευρωπαϊκός καπιταλισμός ακολούθησε μια συγκεκριμένη πορεία ανάδυσης και καθιέρωσης, ως αποτέλεσμα επιδράσεων της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης (Lowy, 2002, σ145-146).
            Ο Βέμπερ με το πόνημα του περί προτεσταντικής ηθικής προσπαθεί να απαντήσει σε ένα πλεγμα κομβικών ερωτημάτων: γιατί ο καπιταλισμός εμφανίστηκε και εδραιώθηκε πρωτίστως στη δυτική Ευρώπη και όχι αλλού ? Πως συνδέεται η ύπαρξη συγκεκριμένων θρησκευτικών (προτεσταντικών) ιδεών με την ανάπτυξη του νέου οικονομικού (καπιταλιστικού) ήθους ? Η συλλογιστική του εκκινεί από την πιστοποίηση-παρατήρηση, ότι η δυτική Ευρώπη διαφοροποιήθηκε σημαντικά (σχεδόν αποσπάστηκε) περί τον 18ο αι. από τον υπόλοιπο κόσμο, στους περισσότερους τομείς της ανθρώπινης δράσης (Κονιόρδος, 2002, σ23-24).
            Ο Βέμπερ στη πορεία ανταπόκρισης στα παραπάνω ερωτήματα χρησιμοποιεί μια μεθοδολογία του περιλαμβάνει και την αντικειμενική αιτιακή ερμηνεία και την κατανόηση των εσώτερων υποκινήσεων των φαινομένων, ειδικά ως προς την ανθρώπινη συμπεριφορά που βρίθει υποκειμενικών ελατηρίων. Θεωρεί ότι ο οικονομικός ντετερμινισμός δεν είναι αρκετός για να καθορίσει όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Η Προτεσταντική Ηθική είναι ουσιαστικά η προσπάθεια του Βέμπερ να αντικρούσει την μονοπαραγοντική μαρξιστική άποψη, ότι όλα τα στοιχεία του εποικοδομήματος καθορίζονται από την οικονομία. Για τον Βέμπερ η ερμηνεία είναι πολυπαραγοντική και οι ιδέες επιδρούν κι αυτές το ίδιο έντονα.
            Στην προσπάθεια μας να ακολουθήσουμε τη Βεμπερικη συλλογιστική πρέπει πρώτα να οικειοποιηθούμε τα μεθοδολογικά εργαλεία του. Ακολούθως πρέπει να εντοπίσουμε τους παράγοντες εκείνους που κατέστησαν την καπιταλιστική ανάπτυξη δυτικό προνόμιο. Εν τέλει, για να τονίσουμε τη σημασία που έχουν οι ιδέες για την ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη, πρέπει να επιβεβαιώσουμε με τη χρήση των μεθοδολογικών εργαλείων, την κατά Βέμπερ σύνδεση της ύστερης προτεσταντικής διδασκαλίας με το ήθος της καπιταλιστικής εργασίας.   
 
ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΒΕΜΠΕΡ
            Για να θεμελιώσει μια διαδικασία απάντησης των προαναφερθέντων ερωτημάτων, ο Βέμπερ χρησιμοποιεί ορισμένα μεθοδολογικά εργαλεία. Ένα από αυτά είναι ο ‘ιδεότυπος’ η σύλληψη του οποίου ξεκινά από την αντίληψη ότι η κοινωνική πραγματικότητα είναι πολυσύνθετη. Τα πρόσωπα και οι ομάδες δρουν με μοναδικό τρόπο και τα γεγονότα και οι ενέργειες επηρεάζονται από πολυάριθμους παράγοντες, καθιστώντας δύσκολη την αναλυτική ερμηνεία τους. Απαιτείται λοιπόν μια απλοποίηση της πραγματικότητας, μια αποκρυστάλλωση της ουσίας των εννοιών. Ο ιδεότυπος αποτελεί μια τέτοια ιδανική καθαρή εννοιολογική μορφή (που εμπειρικά συνήθως δεν συναντάται στην καθημερινότητα) (Κονιόρδος, 2002, σ32-33).
            Πρόκειται για ένα νοητικό κατασκεύασμα με υπερτονισμένα ουσιώδη χαρακτηριστικά, απελευθερωμένο από ηθικά βάρη και με συνοχή που το καθιστά ιδανικό ως μέτρο σύγκρισης (και άρα μέτρησης) της πραγματικότητας. Με τη χρήση του ιδεότυπου ο Βέμπερ αποκτά τη δυνατότητα να εντοπίζει αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ των παραμέτρων ενός φαινομένου, απαραίτητες για να διατυπώνει προτάσεις και υποθέσεις. Δεν προσδίδει στην αιτιότητα αυτή απόλυτο χαρακτήρα και ακριβώς λόγω της κοινωνικής συνθετότητας, οι σχετικές κρίσεις παραμένουν στο επίπεδο της πιθανολόγησης (ο.π., σ33).
            Ένα ακόμα νοητικό εργαλείο αποτελεί για τον Βέμπερ η έννοια της ‘εκλεκτικής συγγένειας’. Το νόημα της έννοιας αυτής συνήθως υποδηλώνει μια συνάφεια και ένα συντονισμό δύο κοινωνικών φαινομένων. Τα φαινόμενα αυτά μπορεί να μην έχουν επαρκώς εξακριβωμένες σχέσεις διασύνδεσης και αιτιότητας αλλά είναι εμφανής η συσχέτισή τους σε επίπεδο αμοιβαίας αλληλεπίδρασης. Η συνθετότητα των κοινωνικών φαινομένων είναι κι εδώ υπεύθυνη γι’ αυτή την ασάφεια, ως προς τον προσδιορισμό του φορέα υποκίνησης (Κονιόρδος, 2002, σ35-36). Η εκλεκτική συγγένεια αποτελεί μια μεθοδολογική συνεισφορά του Βέμπερ, που μεταφράζει τη δυναμική σχέση μεταξύ δύο κοινωνικών φαινομένων, στο επίπεδο της αμοιβαίας έλξης και ενίσχυσης. Υπονοεί έναν εσώτερο δεσμό και όχι μια απλή εξωτερική συσχέτιση (Lowy, 2002, σ148 και Lowy, 2005, σ.43&46).
                        Στην Προτεσταντική Ηθική ο Βέμπερ παρατηρεί την ύπαρξη εκλεκτικής συγγένειας μεταξύ μιας συγκεκριμένης εργασιακής νοοτροπίας και επαγγελματικής ηθικής και ορισμένων προτεσταντικών ρευμάτων. Ειδικότερα παρατηρεί ένα συσχετισμό (εν αγνοία των υποκειμένων της σχέσης) ανάμεσα στις προτεσταντικές διδαχές προς τους πιστούς και στα καπιταλιστικά συμφέροντα (Κονιόρδος, 2002, σ36).
            Η πολυπαραγοντική επίδραση των σύνθετων κοινωνικών σχέσεων είναι η βασική αιτία για την προσεγγιστική (πιθανολογική) τακτική του Βέμπερ. Η τακτική αυτή επιβεβαιώνεται από το ‘παράδοξο των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων κοινωνικής δράσης’. Πρόκειται για ένα συχνό παράδοξο που εμφανίζεται όταν οι δρώντες προσπαθούν να επιφέρουν μια μεταβολή αλλά λόγω πολυάριθμων παραμέτρων που δεν εκτιμούνται, το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό εν όλω ή εν μέρει από το αναμενόμενο. Το παράδοξο εμφανίζεται συχνότερα όταν η δυνατότητα υπολογισμού των επιπτώσεων είναι μειωμένη ή η δράση δεν είναι ορθολογική (Κονιόρδος, 2002, σ.37).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
            Η έννοια της επιστήμης που συμπεριλαμβάνει την μαθηματική και λογική απόδειξη, την πειραματική μέθοδο, τη λογική συστηματοποίηση και κατηγοριοποίηση και την εξειδικευμένη επιδίωξη με τη χρήση ειδικευμένου προσωπικού, υπήρξε μόνο στη δύση. Η εκλογίκευση της τέχνης με κανόνες προοπτικής, η επιλογή αρχιτεκτονικών λύσεων στη βάση υπολογιστικών και φυσικών αρχών, η συστηματική περιοδική τυπογραφία, ομοίως αποτελούν χαρακτηριστικά του δυτικού πολιτισμού που μόνο ως ψήγματα γνώσης, εμπειρίας και αποσπασματικών κανόνων συναντώνται στις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη. Η άσκηση οργανωμένης κρατικής υπαλληλίας με ολοκληρωτική εξάρτηση της κρατικής μηχανής αλλά και των οικονομικών, τεχνικών και πολιτικών όρων της καθημερινότητας από αυτήν, συναντάται μόνο στη δύση. Γενικότερα, το κράτος ως πολιτική δομή στη βάση κοινοβουλευτικής οργάνωσης υπό σύνταγμα και νόμους, με ορθολογική διοίκηση που επανδρώνεται με ειδικευμένους υπαλλήλους, δεν απαντάται σε τέτοιο βαθμό αλλού (Weber, 2006, σ11-14 και Κονιόρδος, 2002, σ23).
            Προσεγγίζοντας την έννοια του καπιταλισμού ο Βέμπερ δεν κάνει το λάθος να την συγχέει με τη θεμιτή ή αθέμιτη επιδίωξη κέρδους που παρατηρείται απανταχού της γης σε όλες τις εποχές. Ούτε επίσης με την αξιοποίηση ειρηνικών ή μη ευκαιριών κέρδους με συγκεκριμένο κεφαλαιακό προϋπολογισμό και χρηματική αποτίμηση (Weber, 2006, σ15-17 και Κονιόρδος, 2002, σ24). Αναφέρεται σε ιδιαίτερους τύπους και μορφές καπιταλισμού που δεν προϋπήρξαν και συγκεκριμένα στην εκλογικευμένη ορθολογική βιομηχανική οργάνωση της ελεύθερης εργασίας, που προσανατολίζεται σε μια κανονική αγορά. Στην εξέλιξη αυτής της μορφής ορθολογικής επιχείρησης σημαίνον ρόλο έπαιξαν ο νομικός διαχωρισμός της από την ατομική ιδιοκτησία και η ορθολογική λογιστική λειτουργία (Weber, 2006, σ18-20 και Κονιόρδος, 2002, σ25).
            Η ελεύθερη εργασία αποτελεί θεμέλιο λίθο για την ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση και σε συνδυασμό με την κοινωνική διαστρωμάτωση της δύσης, που ενσωματώνει σχεδόν αποκλειστικά τις έννοιες του αστού πολίτη και του προλετάριου εργάτη, δημιουργείται ιστορικά μια δυτική πρωτοκαθεδρία. Η ειδικά διαμορφωμένη εκλογίκευση της δυτικής κοινωνίας, τόσο σε επίπεδο τεχνικό-επιστημονικό και λογιστικό-υπολογιστικό, όσο και σε επίπεδο διοίκησης και νομικής συστηματοποίησης και κανόνων λειτουργίας, καθιστούν δυνατή την δημιουργία οργανωμένων επιχειρήσεων ιδιωτικής πρωτοβουλίας με ασφαλή κεφαλαιακό υπολογισμό. Η ανάπτυξη της δυτικής οικονομικής σκέψης ήταν επίσης αποτέλεσμα της δυτικής κοινωνικής διάρθρωσης, όπως αυτή σχηματοποιήθηκε μέσα στις πόλεις. Στα παραπάνω θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Βέμπερ αναγνωρίζει τη σημασία της κοινωνικής και ιστορικής συγκυρίας/σύμπτωσης, ως προς το βαθμό και τον τρόπο ενεργοποίησης των παραγόντων που διευκόλυναν την καπιταλιστική ανάπτυξη. (Weber, 2006, σ21-22 και Κονιόρδος, 2002, σ25-26).
            Περιβάλλον χώρος, πεδίο ανάπτυξης των παραπάνω παραγόντων και διαμορφωτικό στοιχείο για τον καπιταλισμό, υπήρξε η δυτική πόλη όπου αναπτύχθηκε το εμπόριο και η μεταποιητική διαδικασία. Αποτελεί χώρο διακριτό όπου αναπτύσσονται οι απαραίτητες για τον καπιταλισμό συσσωματώσεις (αγορές, συντεχνίες κλπ). Η πόλη από την φεουδαρχική εποχή δημιουργήθηκε ως κίνητρο πλουτισμού των αρχόντων. Αυτή η χρηματική κουλτούρα διαχύθηκε στα μέλη της και παρέμεινε ενεργή κατά τη μετεξέλιξη της πόλης με θεσμούς και αυτοδιοίκηση (Κονιόρδος, 2002, σ27).
            Η χειραφέτηση της πόλης συνοδεύτηκε από χειραφέτηση των μεσαίων στρωμάτων και πλήρη παραγωγική ανακατεύθυνση με σταδιακή απομάγευση, ήτοι αποτίναξη παλαιών θρησκοληπτικών δοξασιών και εναγκαλισμό του ορθολογισμού και της ‘εταιρικής’ κοινωνίας, δηλαδή των συμβατικών σχέσεων μεταξύ των μελών. Το έλλογο στοιχείο επιβάλει την υπολογιστική επιλογή σκοπών και μέσων, γενικευόμενο σε κανόνα κοινωνικής συμπεριφοράς, συνεπικουρούμενο από το σχηματισμό της διοικητικής γραφειοκρατίας. Η προστασία των λογικών επιλογών εναποτίθεται σε κατάλληλα θεσμικά και νομικά συστήματα, που παρείχαν λελογισμένο υπολογισμό συνεπειών και ευθυνών. Οι εμπορικές συμβάσεις και οι επιχειρήσεις κατοχυρώνονται με τρόπο απρόσωπο, στη βάση ρητής τυπικής κωδικοποίησης, πράγμα που διασφαλίζει την απρόσκοπτη άσκηση καπιταλιστικής δραστηριότητας (Κονιόρδος, 2002, σ28-30).

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ
            Η έννοια του εξορθολογισμού αποτελεί κομβικό σημείο για την ανάλυση του καπιταλισμού. Ο Βέμπερ μιλά για μια πορεία διεργασιών μέσω των οποίων η κοινωνική δράση καθίσταται μετρήσιμη, προβλέψιμη και ελέγξιμη. Ουσιαστικά πρόκειται για τη συνδυαστική πορεία ανάπτυξης της επιστήμης, της τεχνολογίας και της γραφειοκρατίας, που οδήγησαν σε οργάνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.  Η διαδικασία αυτή γίνεται συνδυαστικά με την εκκοσμικευση δηλαδή την μείωση της επιρροής της θρησκείας και την κυριαρχία του ανθρώπου (Κονιόρδος, 2002, σ.41).
            Η «εκλογίκευση της μυστικιστικής ενατένισης» συνδυαστικά με την ανάπτυξη του δυτικού ρασιοναλισμού καταδεικνύει ότι οι παγιωμένες ηθικές αντιλήψεις, οι θρησκευτικές δυνάμεις και ιδέες, μπορούν να επιδράσουν στο βαθμό ανάπτυξης του οικονομικού πνεύματος και της κοινωνίας συνολικά. Ακριβώς γι’ αυτό ο Βέμπερ με την Προτεσταντική Ηθική επιθυμεί να εξετάσει τη σχέση του καπιταλιστικού πνεύματος με την ηθική του προτεσταντισμού (Weber, 2006, σ23-24).
            Για τον Βέμπερ αποτελεί παράδοξο ότι οι πλουσιότερες πόλεις μεταπήδησαν στον προτεσταντισμό, δηλαδή από μια μορφή εκκλησιαστικής εξουσίας ανεκτική, χαλαρή και σχεδόν τυπική (καθολικισμός) σε μια άλλη που ρύθμιζε το σύνολο της ιδιωτικής και δημόσιας συμπεριφοράς και ασκούσε συνολικό έλεγχο με όρους αυστηρούς και επαχθείς. Δηλαδή οι ανερχόμενες αστικές τάξεις ήταν περισσότερο πρόθυμες να ανεχθούν πουριτανική τυραννία και μάλιστα σε σημείο ‘ηρωισμού’ (Weber, 2006, σ32-33).
            Οι προτεστάντες επέδειξαν ένα πρωτοφανή οικονομικό ορθολογισμό ακόμα και στις περιοχές όπου αποτελούσαν μειοψηφία, σε αντίθεση με τους καθολικούς. Αυτό υποδεικνύει ότι η αιτία της διαφοράς πρέπει να αναζητηθεί στο χαρακτήρα της πίστης τους και όχι στους ιστορικοπολιτικούς παράγοντες (Weber, 2006, σ35).
            Στην Προτεσταντική Ηθική ο Βέμπερ παρατηρεί ένα μη επιδιωκόμενο αποτέλεσμα όταν διαπιστώνει ότι η Μεταρρύθμιση επιφέρει ενδυνάμωση της θρησκευτικής πίστης που ακολούθως προκαλεί εμφάνιση των ασκητικών καλβινιστικών δογμάτων, τα οποία τελικά δημιουργούν ένα κλίμα όπου η εργασία και το επάγγελμα λογίζονται ως αυτοσκοπός και ένδειξη θεϊκής επιλογής. Αυτό διαμόρφωσε ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον για τον καπιταλισμό και την κεφαλαιακή συσσώρευση (Κονιόρδος, 2002, σ.37).
            Ο Βέμπερ επίσης παρατηρεί μια ιδιαίτερη συγγένεια ανάμεσα στον προτεσταντικό ασκητισμό και την συμμετοχή στην καπιταλιστική κερδοσκοπία, παρόλο που αυτά τα δύο μοιάζουν ξένα μεταξύ τους. Αυτή η σύμπτωση είναι ιδιαίτερα έντονη στον καλβινισμό. Ομοίως παροιμιώδης είναι η σχέση της θρησκευτικότητας  αποξενωμένων προτεσταντικών ομάδων όπως οι κουακεροι και της εκδήλωσης επιχειρηματικού πνεύματος (Weber, 2006, σ37-39). Συνήθως η προσχώρηση στον προτεσταντισμό έπεται της καπιταλιστικής δράσης και όχι το αντίστροφο (Κονιόρδος, 2002, σ.55).
            Με όχημα την παράθεση αποφθεγμάτων από τον B.Franklin περί της αξίας του χρήματος και της εργασίας, ο Βέμπερ κάνει σαφή αναφορά στο ‘πνεύμα’ του καπιταλισμού, ως ένα ιδεώδες εντιμότητας που συνδυάζεται ως αυτοσκοπός με την υποχρέωση αύξησης κεφαλαίου. Το πνεύμα αυτό ξεφεύγει από τα όρια της ατομικής ιδιορρυθμίας και αποκτά την έννοια ‘ήθους’, ενός αξιώματος που ρυθμίζει τη στάση ζωής. Δεν πρόκειται για την εγωκεντρική εξωτερίκευση ενός ιδιαίτερου ωφελιμισμού ή χρηματικού ηδονισμού, αλλά για έναν υπερβατικό αυτοσκοπό που συνδέεται με θρησκευτικές ιδέες και αρετές. Η προκοπή στο επάγγελμα ως ακρογωνιαίος λίθος της ηθικής αυτής, προσλαμβάνει την δυναμική του καθήκοντος και του ηθικού χρέους (Weber, 2006, σ44-47). Αυτό το χρέος δεν είναι απαραίτητο να το νιώθουν όλοι, επειδή πλέον το καπιταλιστικό σύστημα είναι τόσο ριζωμένο, που οι εργαζόμενοι κινούνται μέσα σε αυτό λειτουργώντας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του, επειδή έτσι τους επιβάλλεται απρόσωπα (Κονιόρδος, 2002, σ58 και Μιχαλάκης, 1995, σ49).
            Μεγάλος αντίπαλος του καπιταλιστικού πνεύματος είναι η παραδοσιοκρατία, η έμφυτη ανθρώπινη αντίδραση να ζει κανείς όπως έχει μάθει και συνηθίσει, κερδίζοντας αυτά μόνο που χρειάζονται για αυτό το σκοπό (κάλυψη φυσικών αναγκών). Για να πολεμηθεί, απαιτείται μια αίσθηση ευθύνης και μια γενικότερη στάση που να μην καταφεύγει σε συνεχείς υπολογισμούς αποφυγής του κόπου. Απαιτείται μια στάση όπου η εντατική εργασία να θεωρείται ‘κλήση’ και αυτοσκοπός. Το επάγγελμα-κάλεσμα αποτελεί στοιχείο με θρησκευτική προέλευση. Επίσης αποτελεί προϊόν μακράς εκπαίδευσης. Εδώ έχουμε περίπτωση εκλεκτικής συγγένειας  που υποδηλώνει την ανέλιξη του καπιταλισμού σε παραδοσιοκρατικό περιβάλλον (Weber, 2006, σ51-55 και Κονιόρδος, 2002, σ59-60).
            Ο ιδεότυπος του καπιταλιστή επιχειρηματία δεν συνάδει με αριστοκρατικές συμπεριφορές. Προερχόμενος από τα μεσαία ή κατώτερα στρώματα των πόλεων, μέσα από σκληρές λιτότητες και αποφυγή κατανάλωσης σχηματοποιεί οικονομίες και κεφάλαια προς επανεπένδυση με σκοπό το μεγαλύτερο κέρδος. Έρχεται σε ρήξη με τις παραδοσιακές πρακτικές και εγκαθιδρύει ένα νέο πνεύμα επιχειρηματικότητας. (Weber, 2006, σ60 και Κονιόρδος, 2002, σ60). Αποφεύγει την επίδειξη και τα έξοδα και δυσανασχετεί με την κοινωνική του αναγνώριση. Είναι κατ’ ουσία ένας ασκητής με μετριοφροσύνη και επιφυλακτικότητα, που εκπληρώνει πρωτίστως το επαγγελματικό του χρέος (Weber, 2006, σ62-63).
            Ο Βέμπερ καταλήγει ότι οι διαφορές που υπάρχουν σήμερα σε σχέση με το παρελθόν προέρχονται πρωτίστως από τη θρησκευτική επίδραση. Οι πολιτιστικές συνέπειες του προτεσταντισμού ήταν πρωτίστως απρόβλεπτες και ακούσιες. Το καπιταλιστικό πνεύμα δεν αποτέλεσε στόχο ζωής, ούτε η επιδίωξη κέρδους σαν αυτοσκοπός ίσχυε εξαρχής σαν ηθική αξία για τους μεταρρυθμιστές. Πρώτη τους επιδίωξη ήταν η σωτηρία της ψυχής τους και όλα τα υπόλοιπα αποτέλεσαν αποτέλεσμα αυτού του βασικού θρησκευτικού ελατηρίου. Από αυτή την άποψη η ενασχόληση των προτεσταντικών αιρέσεων με τον εγκόσμιο προορισμό του ανθρώπου σε σχέση με το επάγγελμα, αποτελεί ένα ακόμα παράδοξο μη αναμενόμενου αποτελέσματος (Weber, 2006, σ78-79 και Κονιόρδος, 2002, σ63).
            Δεν πρόκειται δηλώνει ο Βέμπερ να αξιολογήσει τις ιδέες του προτεσταντισμού κοινωνικά ή θρησκευτικά. Επιδίωξή του είναι να συμβάλει στην κατανόηση του τρόπου επίδρασης των ιδεών στην ιστορία και να διευκρινίσει το ρόλο τους στο σύγχρονο κοσμικό πολιτισμό, αποδίδοντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του δόγματος στα ιστορικά αίτια της μεταρρύθμισης. Επιπρόσθετα, να εντοπίσει αν και πόσο η θρησκευτική επίδραση αναμόρφωσε ποσοτικά και ποιοτικά το καπιταλιστικό πνεύμα. Μόνο μέσα από την βήμα προς βήμα διερεύνηση των εκλεκτικών συγγενειών μεταξύ θρησκείας και πρακτικής ηθικής, θα εντοπιστεί το πως τα προτεσταντικά κινήματα επηρέασαν τον υλικό πολιτισμό (Weber, 2006, σ79-80 και Κονιόρδος, 2002, σ63-64).
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • ΚΟΝΙΟΡΔΟΣ, Σ., (2002), Η θέση του Βέμπερ για την προτεσταντική ηθική της εργασίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
  • LOWY, M., (2002), «Βέμπερ εναντίον Μαρξ; Η πολεμική εναντίον του ιστορικού υλισμού στην προτεσταντική ηθική», στο Κονιόρδος, Σ., Η θέση του Βεμπερ για την προτεσταντική ηθική της εργασίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
  • LOWY, M., (2005), «Βέμπερ και Μαρξ: Προτεσταντισμός και Καπιταλισμός», Ουτοπία, νο64 Μαρ-Απρ 2005, σ39-48. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/2548
  • ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ, Α., (1995), «Ηθική και νεοτερικότητα στον Μαξ Βέμπερ», Δοκιμές επιθεώρηση κοινωνικών σπουδών, τεύχος 3, σελ 39-50. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:  http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/555
  • WEBER, M., (2006), Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, μτφ. Μ. Κυπραίου, επιμ. Β. Φίλιας, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα.

© ΙΖ 2011





ΕΠΟ 41 (Εξελίξεις Ευρ.Πολιτισμού τον 20ο αι.) - 11/2011


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2011

ΘΕΜΑ
 «Ποιοι οι μηχανισμοί της ιστορικής μεταβολής στον Κ. Μαρξ ?»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ     
◦ Η μαρξιστική κοινωνική οργάνωση: Βάση και εποικοδόμημα
◦ Ο ρόλος των παραγωγικών σχέσεων
◦ Ο ρόλος της ταξικής σύγκρουσης
◦ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Η υλιστική θεώρηση της ανθρώπινης ιστορίας
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Το παρόν θέμα πραγματεύεται τη μαρξιστική θεωρία και τη σχέση της με την υλιστική θεώρηση της ανθρώπινης ιστορίας, ως προς τη μετάβαση από τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, σε μια μελλοντική ιδανική κομμουνιστική οργάνωση. Στόχος της εργασίας είναι να εξετάσει τον κεντρικό πυρήνα της θεωρίας του Μαρξ για τις παραγωγικές σχέσεις και την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας και να παρουσιάσει κατάλληλα τους μηχανισμούς που οδηγούν νομοτελειακά στην αταξική κοινωνία του μέλλοντος.
            Αρχικά θα παρουσιαστεί η άποψη του Μαρξ για τις κοινωνικές σχέσεις και τη διαμόρφωση του κοινωνικού οικοδομήματος, εντός του οποίου διαδραματίζονται οι απαραίτητες διεργασίες κοινωνικής εξέλιξης. Ακολούθως θα γίνει αναλυτική αναφορά στον τρόπο που ορίζονται οι παραγωγικές σχέσεις και αντίστοιχα η κοινωνική διαστρωμάτωση, ώστε να επισημανθούν τα χαρακτηριστικά και οι έννοιες που διαμορφώνουν το επικρατών καπιταλιστικό σύστημα. Στη συνέχεια θα περιγραφεί ο τρόπος μετάβασης στον κομμουνισμό μέσω της ταξικής σύγκρουσης, και θα εξηγηθεί ο ρόλος της διογκούμενης παραγωγικής ανάπτυξης, στην διαμόρφωση των απαιτούμενων συνθηκών.
            Εν κατακλείδι, ‘αντί επιλόγου’ θα καταγραφεί βιβλιογραφικά μια γενική εκτίμηση για τον τρόπο που ο Μαρξ εντάσσει τις απόψεις του στο ιστορικό γίγνεσθαι, δίνοντας σαφή προτεραιότητα στην υλιστική θεώρηση των ανθρώπινων σχέσεων και των ιστορικών μεταβολών.


Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ
            Ο Μαρξ αναπτύσσει μια υλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας βασισμένη στην πεποίθηση ότι η εξέλιξη των κοινωνιών ιστορικά προέρχεται από τον τρόπο παραγωγής. Βασική του αρχή είναι ότι ο καταμερισμός της εργασίας και ο τρόπος παραγωγής, δηλαδή η οικονομική δομή της κοινωνίας, καθορίζουν τις κοινωνικές σχέσεις, που εκφράζονται ως σχέσεις ιδιοκτησίας, κυριαρχίας, εξουσίας ή ως ταξικές. Οι σχέσεις αυτές αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες παραγωγικές δυνάμεις, ήτοι πρώτες ύλες, εργασία, εργαλεία παραγωγής. Η οικονομική δομή αποτελεί τη βάση της κοινωνίας και καθορίζει το ‘εποικοδόμημα’ δηλαδή το σύνολο νομικών, πολιτικών και ιδεολογικών θεσμών που αναπτύσσονται (Ρωμανός, 2008, 5-6 και Αντωνοπούλου, 2008, 74-75 και Πουλαντζάς, 1990, 193).
            Στο εποικοδόμημα των ιδεών και των θεσμών, κυρίαρχος είναι ο ρόλος του κράτους, που εμφανίζεται ως ουδέτερος διαμεσολαβητής με συναινετικές ιδιότητες. Για τον Μαρξ, στην πραγματικότητα λειτουργεί εκφράζοντας τα συμφέροντα της κυρίαρχης αστικής τάξης (Αρον, 1994, 212). Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί το κράτος είναι καταρχάς ένα νομικό σύστημα που προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία και τις ανισότητές της και ένα φορολογικό σύστημα αναδιανομής εισοδήματος, που υποτίθεται ότι αναιρεί τις αδικίες. Το νομικό σύστημα ρυθμίζει τον αθέμιτο ανταγωνισμό, προστατεύοντας την ελεύθερη αγορά και τα συμφέροντα των κεφαλαιούχων. Ενσωματώνοντας έναν προστατευτικό-κατασταλτικό μηχανισμό επιβολής ομαλότητας και ευρυθμίας, όπως η αστυνομία και ο στρατός, διασφαλίζει την διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης και αναπαράγει τις άρχουσες δυνάμεις του συστήματος. Χρησιμοποιώντας τέλος ένα θεσμικό σύστημα εκλογικής έκφρασης υπό μια τυπική ισονομία των πολιτών, προσφέρει την ψευδαίσθηση της μαζικής συμμετοχής στην εξουσία και νομιμοποιεί το υπάρχον σύστημα ταξικής κυριαρχίας (Ρωμανός, 2008, 15 και Αντωνοπούλου, 2008, 156-157 και Μαρξ, 1997, 8 και Πουλαντζάς, 1990, 207-208&211).
            Το δεσπόζον οικονομικό επίπεδο, καθορίζει και οργανώνει συνολικά το εποικοδόμημα πολιτικών, ιδεολογικών και νομικών θεσμών ως ένα ενιαίο σύνολο όπου κατανέμονται οι άνθρωποι σε τάξεις. Οι άνθρωποι ιστορικά αποτελούν με τη σειρά τους σύνολα κοινωνικών προσδιορισμών μέσα στις τάξεις. Η ιστορία σαν διαδικασία θεμελιώνεται από την συνεχόμενη διαπάλη αυτών των τάξεων που μεταμορφώνει το κοινωνικό σύστημα προκαλώντας τη διαδοχή του από το επόμενο (Πουλαντζάς, 1990, 189-190)
            Τα άτομα καθορίζουν το είναι τους από το πόσο, τι και πως παράγουν, δηλαδή με καθαρά υλικούς όρους ανεξάρτητα από τη θέλησή τους. Στην καπιταλιστική κοινωνία πρωταρχικό παραγωγικό μέσο είναι το κεφάλαιο σε οποιαδήποτε μορφή (γη, εξοπλισμός, εργατική δύναμη) και ειδικότερα ως χρηματική αποτίμηση της αξίας. Η χρήση του χρήματος πέρα από τη φυσική ανταλλαγή εμπορευμάτων, ως ένα αυτόνομο μέσο συναλλαγών και αξιακό ισοδύναμο των μέσων παραγωγής, μετουσιώνεται σε στοιχείο με καθολική ύπαρξη, που διαμεσολαβεί τις ανταλλακτικές και άρα τις κοινωνικές σχέσεις  (Ρωμανός, 2008, 6-7).


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
            Στη δουλοκτητική κοινωνία αλλά και στην φεουδαλική, η κυριαρχική σχέση αφέντη-κεφαλαιούχου και αγρότη-παραγωγού στηριζόταν στην επιβολή βίας. Στην καπιταλιστική κοινωνία αντίθετα, η εργατική δύναμη προσφέρει ‘ελεύθερα’ τις υπηρεσίες της υπό τη σύναψη ενός συμβολαίου. Όμως στην πραγματικότητα, ο εργάτης στον καπιταλισμό δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν πουλήσει την εργασία του και αναγκάζεται να το κάνει υπό τους όρους και τις συνθήκες οικονομικού εξαναγκασμού που του επιβάλλονται  (Ρωμανός, 2008, 7).
            Στις προγενέστερες κοινωνίες, η παραγωγή ήταν συνδεδεμένη με την κάλυψη των αναγκών των παραγωγών. Αντίθετα στον καπιταλισμό, εμφανίζεται δυναμικά ο παράγοντας ‘κέρδος’ που συσσωρεύεται και επανεπενδύεται στην παραγωγική διαδικασία. Είναι προφανές ότι στην πρώτη περίπτωση η αξιακή αποτίμηση γίνεται ως προς την υποκειμενική ωφέλεια των αγαθών, ενώ στη δεύτερη γίνεται ως προς την ανταλλακτική τους δύναμη. Στον καπιταλισμό, πρωτεύον στόχος είναι η απεριόριστη αύξηση της ανταλλακτικής αξίας του κεφαλαίου. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, απαιτείται η συνεχής και αδιάλειπτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο καπιταλιστής καλείται να μειώσει τα παραγωγικά κόστη και να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό των λοιπών κεφαλαιούχων. Χρησιμοποιεί εκμηχανισμένες μεθόδους παραγωγής, που υποκαθιστούν τον εργάτη με βελτιωμένο τεχνικό εξοπλισμό, ανανεώνει και αναπτύσσει συνεχώς τα παραγωγικά μέσα, προκειμένου να διατηρήσει το μερίδιο του στην αγορά (Ρωμανός, 2008, 8 και Σιδεράς, 1994, 5).
            Η επαναστατικοποίηση της παραγωγής, συμπιέζει το εργατικό δυναμικό και δημιουργεί κατάσταση εξαθλίωσης και φτώχιας. Η εξαθλίωση στο βιοτικό αλλά και πνευματικό επίπεδο, που έχει ως αποτέλεσμα η παραγωγική προσπάθεια να ελέγχεται και να αποτιμάται εξ ολοκλήρου με τους όρους του κεφαλαίου, χαρακτηρίζεται από τον Μαρξ ως αλλοτρίωση. Στα πλαίσια της αλλοτρίωσης, παρατηρείται αυξανόμενη προλεταριοποίηση καθώς οι επιμέρους κοινωνικές ομάδες συγκλίνουν να ταυτιστούν με τα άκρα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, κατά πλειοψηφία δε με την εργατική τάξη που απορροφά τις ενδιάμεσες κοινωνικές ομάδες (Σιδεράς, 1994, 9-10). Ο αλλοτριωμένος εργάτης χάνει την υποκειμενική του υπόσταση, αφού η εργασία του απεκδύεται από τα ανθρώπινα υποκειμενικά χαρακτηριστικά της. Εκπίπτει έτσι σε μια αμιγώς φυσική ύπαρξη όπως τα αντικείμενα (Ρωμανός, 2008, 8-9 και Σιδεράς, 1994, 7).
            Η αλλοτρίωση συνεπάγεται την αποξένωση του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του που το καρπούται ο κεφαλαιούχος. Ταυτόχρονα επειδή εργάζεται για την επιβίωσή του και μάλιστα η εργασία του είναι εξωτερική προς αυτόν, αποξενώνεται και από τον εαυτό του. Αποξενώνεται όμως και από τους άλλους, αφού η συμμετοχή του στην παραγωγική διαδικασία γίνεται στο συγκεκριμένο ρόλο που του επιβάλει ο καταμερισμός εργασίας. Ο συλλογικός χαρακτήρας της εργασίας και η συμπληρωματικότητα των ρόλων, δεν αποτελούν ιδιότητες των διαπροσωπικών σχέσεων των εργατών, αλλά αποτέλεσμα υπακοής στους επιβαλλόμενους από τον κεφαλαιοκράτη όρους. Η μειοψηφία των κεφαλαιούχων ιδιοποιείται το προϊόν της εργασίας και το συσσωρεύει-επανεπενδύει στην ατομική ιδιοκτησία ασκώντας οικονομική εκμετάλλευση (Ρωμανός, 2008, 10 και Αντωνοπούλου, 2008, 149&151 και Μαρξ, 1997, 81).
            Στον καπιταλισμό, τα άτομα εισέρχονται σε προκαθορισμένες από τον καταμερισμό εργασίας κοινωνικές σχέσεις, που κατανέμονται βάσει του ‘δικαίου του ισχυρότερου’. Ο εργαζόμενος προσδιορίζεται ταξικά από το καθεστώς σχέσεων που ορίζει η παγκόσμια αγορά και η κοινωνία κατανέμεται σε διακριτές ομάδες συμφερόντων. Αυτό δημιουργεί μια αντίθεση ανάμεσα στο ιδιωτικό και το συλλογικό συμφέρον. Καθώς τα άτομα αποξενώνονται και χάνουν τον έλεγχο των αποτελεσμάτων της κοινωνικής τους δράσης, το προϊόν της εργασίας τους μετατρέπεται σε αντικειμενική συνθήκη με ανεξάρτητη λογική έξω από τον έλεγχό τους. Οι παγκόσμιες αγορές μετατρέπονται σε βασικό μηχανισμό κοινωνικής επαφής και ομογενοποίησης των κοινωνικών δεσμών και τα προϊόντα αποκτούν κοινωνική υπόσταση, ως κυκλοφορούντα εμπορεύματα (Ρωμανός, 2008, 11-12 και Αρον, 1994, 246-247).
            Αυτός ο ‘φετιχισμός’ του εμπορεύματος μετακυλύει τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, από τη σχέση των παραγωγών στη σχέση των προϊόντων τους. Τα προϊόντα αυτά συσχετίζονται στην αγορά βάσει της ανταλλακτικής αξίας τους. Η έννοια της αξίας περικλείει την αποτίμηση που εισάγεται μέσω της εργασίας και εκφράζει πρωτίστως τον εργατικό χρόνο που αναλώθηκε για να παραχθεί ένα προϊόν. Ο χρόνος αποτελεί το μόνο ποσοτικά μετρήσιμο στοιχείο, όμως σχεδόν ποτέ δεν αντιπροσωπεύει την τελική αξία. Στην τελική τιμή ενσωματώνεται η υπεραξία δηλαδή το κέρδος του κεφαλαιούχου, καθώς και η αποτίμηση που κάνει η αγορά βάσει της προσφοράς και ζήτησης του προϊόντος. Η αξία λοιπόν ενός αγαθού υποκαθίσταται από μια χρηματική αποτίμηση της αγοράς και το αγαθό αποκτά έτσι μια κοινωνική δύναμη που ξεπερνά τις παραγωγικές δεξιότητες του παραγωγού (Ρωμανός, 2008, 12-13 και Αντωνοπούλου, 2008, 104&134-136&139 και Αρον,  1994, 227).
            Επιβάλλεται έτσι η υποταγή της παραγωγικής και εργατικής δυνατότητας στο κεφάλαιο. Η εργασία μετατρέπεται σε αγαθό που ανταλλάσσεται όπως τα εμπορεύματα και αποτιμάται σε χρόνο και χρήμα. Η αποτίμησή της αξίας της εργασίας από τον κεφαλαιούχο με τη μορφή μισθού, αντιστοιχεί στην αξία σε αγαθά που χρειάζεται ο εργαζόμενος για την επιβίωσή του. Αυτή η εμπορευματοποίηση της εργασίας όμως μετατρέπει τον άνθρωπο σε απρόσωπο συντελεστή της παραγωγής που ταυτίζεται με το αντικείμενο της παραγωγής του  (Ρωμανός, 2008, 7 και Αντωνοπούλου, 2008, 83).
            Η αντικειμενοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, αποτελεί απόδειξη της αλλοτρίωσης και της επίπλαστης δύναμης του χρηματικού φετιχισμού, που όμως δεν δημιουργείται από κάτι φαντασιακό ή ιδεατό αλλά από κάτι πραγματικό όπως η εμπορική πράξη. Το μόνο ψευδές στοιχείο σε αυτή τη σχέση, είναι ότι αυτή η δύναμη δεν είναι δικαιωματική και φυσικά δοσμένη, αλλά εξουσιοδοτημένη από την καπιταλιστική παραγωγή. Η αλλοτρίωση λοιπόν εξάγεται από το οικονομικό παραγωγικό πεδίο στο εννοιολογικό πεδίο, εκεί δηλαδή όπου ο άνθρωπος αποκτά συνείδηση και ιστορική ταυτότητα (Ρωμανός, 2008, 14-15 και Αντωνοπούλου, 2008, 137).
            Ο προλετάριος βιώνει την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχει ελεύθερα και κατ’ επιλογήν στο παραγωγικό σύστημα. Η παραπάνω ψευδαίσθηση είναι κοινωνική, καθώς στοιχειοθετείται από ένα σύστημα ιδεών και αξιών, που έντεχνα εμπεδώνεται στις συνειδήσεις, δημιουργώντας μορφές συλλογικής σκέψης και ταύτισης. Οι αξίες της ελευθερίας, της ισότητας και της ατομικότητας, μεταφράζουν στον προλετάριο την εργασία του ως ισότιμη συμμετοχή και ελεύθερη δημιουργία, αποκρύπτοντας την πραγματικότητα του καταναγκασμού και της επιβολής των οικονομικών δομών πάνω του. Ο προλετάριος υπακούει συνειδησιακά στις κυριαρχικές εντολές, ενισχύοντας άθελά του την καπιταλιστική εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι η υλική κυριαρχία της ηγεμονεύουσας τάξης που ελέγχει την υλική παραγωγή, συνεπάγεται και πνευματική κυριαρχία των ιδεών της στην κοινωνία (Ρωμανός, 2008, 16-17 και Σιδεράς, 1994, 16 και Αντωνοπούλου, 2008, 76-77 και Μαρξ, 1997, 94 και Πουλαντζάς, 1990, 196).

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ
            Για τον Μαρξ η ιστορία της κοινωνίας, δουλοκτητικής φεουδαλικής ή πλέον καπιταλιστικής, διαμορφώνεται μέσα από τη συνεχιζόμενη ‘πάλη των τάξεων’. Σε αντίθεση με τις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες, όπου συνθήκη ύπαρξης αποτελούσε η συντήρηση του παλαιού τρόπου παραγωγής, η αστική τάξη για να συντηρείται, πρέπει να προβαίνει σε συνεχή ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων. Η σύγχρονη κοινωνία χαρακτηρίζεται από μια εγγενή σύγκρουση μεταξύ καπιταλιστών εργοδοτών και προλετάριων εργατών, σύγκρουση που αποτελεί ταυτόχρονα προπομπό της μελλοντικής ιστορικής εξέλιξης. Η διαπάλη καταπιεστών και καταπιεζόμενων, άλλοτε πασιφανής και άλλοτε υποβόσκουσα, οδηγεί στον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας αυτής της κοινωνίας οδηγεί νομοτελειακά στην αυτοκαταστροφή του καπιταλισμού και οι παραγωγικές δυνάμεις που θα συντελέσουν στην μετάβαση στο μετα-καπιταλιστικό σύστημα, ήδη αναπτύσσονται εντός της κοινωνίας (Άρον, 1994, 207-209).
            Ο Μαρξ οραματίζεται την υπέρβαση του καπιταλισμού, με την εγκαθίδρυση ενός κομμουνιστικού συστήματος οργάνωσης της παραγωγής, όπου θα υπάρχει συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ισότιμη σχέση των εμπλεκόμενων σε αυτήν. Ο κομμουνισμός θα αντικαταστήσει τον αναγκαστικό καταμερισμό εργασίας με εθελοντικό επιμερισμό έργου, όπου κανείς δε θα κατέχει ένα αποκλειστικό ρόλο. Όλοι θα έχουν ίσες ευκαιρίες καλλιέργειας των ικανοτήτων τους, σε όλες τις κατευθύνσεις. Η παραγωγή θα ελέγχεται από τη συνειδητή εξουσία των ενωμένων παραγωγών, χωρίς αντιθέσεις και συμφέροντα. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας θα επιφέρει κατάργηση των τάξεων, πράγμα που επίσης σημαίνει ότι θα εξαλειφθούν οι παράγοντες επιβολής και υποτέλειας άρα και η αλλοτρίωση (Ρωμανός, 2008, 18-19 και Μαρξ, 1997, 84).
            Ο Μαρξ θεωρεί τον καπιταλισμό ως ένα στάδιο προαπαιτούμενο για να επιτευχθεί ο κομμουνισμός. Αναγνωρίζει ότι μόνο στην καπιταλιστική παραγωγή, η απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οδηγεί τον άνθρωπο να ξεπεράσει την εξάρτησή του από τις βιοτικές ανάγκες. Η πρόοδος της τεχνολογίας και η συνεχής αύξηση παραγωγής με τη βιομηχανοποίηση, δίνει απεριόριστη δυναμική ανάπτυξης στη σύγχρονη κοινωνία. Αυτή η υπερπαραγωγική έξαρση του καπιταλισμού, δημιουργεί τις συνθήκες υπέρβασής του (Ρωμανός, 2008, 19 και Αρον, 1994, 260). Σε κάποια στιγμή υπέρογκης ανάπτυξης του παραγωγικού συστήματος, οι παραγωγικές δυνάμεις των προλετάριων ασφυκτιώντας, θα συγκρουστούν με τις ιδιοκτησιακές σχέσεις παραγωγής. Θα ξεκινήσει έτσι μια κοινωνική επανάσταση, που μόνο με ολική ανατροπή της οικονομικής βάσης θα οδηγηθεί σε ηρεμία (Αντωνοπούλου, 2008, 77 και Μαρξ, 1997, 9 και Αρον, 1994, 236).
            Στις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες η πρόοδος συντελούνταν αργά και στατικά, περιοριζόμενη από την πρωτοκαθεδρία της θρησκείας και της μεταφυσικής. Η αναγωγή της επιστήμης και του ορθού λόγου ως στοιχείων απαγκίστρωσης από παραδοσιακά ήθη, κανόνες και πρακτικές, οδήγησε στην κυριαρχία της εργαλειακής λογικής και της τεχνολογίας στο πεδίο της παραγωγής. Αυτό αποτελεί όρο για την εμφάνιση του κομμουνισμού, καθώς μόνο με την ταύτιση ατόμων και ομάδων προς μια κοινή πορεία και ένα ενιαίο τρόπο ρύθμισης της παραγωγικής δραστηριότητας, θα καταστεί εφικτή η ανεξέλεγκτη παραγωγικότητα με τρόπο παγκόσμιο και οικουμενικό (Ρωμανός, 2008, 19-20 και Αρον, 1994, 238).
            Η οικουμενοποίηση των ανθρώπων ως προς την παραγωγή και ανταλλαγή προϊόντων και η αποπροσωποποίηση τους πέρα από τοπικές κοινότητες, μετατρέπει την ιστορία σε παγκόσμια. Ο κομμουνισμός τοποθετείται ως το ‘τέρμα’ όχι μιας γραμμικής πορείας, αλλά των αντιφάσεων στις κοινωνικές σχέσεις, που δημιουργεί η αέναη πρόοδος της καπιταλιστικής παραγωγής. Η συνεχής ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, θα έρθει κάποια στιγμή σε σύγκρουση με την ατομική ιδιοκτησία και την κάρπωση του αποτελέσματος της παραγωγής. Η εφαρμογή της τεχνολογίας στην παραγωγή επιτείνει την ένταση αυτή, καθώς επιβάλει μεγαλύτερο καταμερισμό εργασίας και υψηλή πνευματική ειδίκευση. Έτσι όμως οι προλετάριοι καθίστανται δευτερεύοντες και η σχέση προλετάριου-κεφαλαιούχου χάνει την αποτελεσματικότητά της για την κεφαλαιοποίηση της παραγωγής (Ρωμανός, 2008, 20 και Αντωνοπούλου, 2008, 87&154).
            Οι ταξικές δυνάμεις θα κληθούν να επιλέξουν τις δομές εκείνες που είναι συμβατές με την περεταίρω ανάπτυξή τους. Επειδή όμως δεν είναι εφικτή ούτε η οπισθοδρόμηση προς μορφές παραγωγής του παρελθόντος, ούτε η συνεχιζόμενη διόγκωση των ανισοτήτων της ατομικής ιδιοκτησίας, είναι αναπόφευκτη η ταξική σύγκρουση. Βασικό αίτημα της πολυαριθμότερης εργατικής τάξης, θα είναι η συλλογική κατοχή του πλούτου, υπό ένα πλέγμα ισότιμων κοινωνικών σχέσεων. Αυτή η σύγκρουση θα ξεπεραστεί μόνο με την επαναστατική μετατροπή της αστικής κοινωνίας από ατομικά ιδιοκτησιακή, σε συλλογικά απολαμβάνουσα το προϊόν της εργασίας (Ρωμανός, 2008, 21 και Μαρξ, 1997, 86&127 και Αρον, 1994, 256). Μόλις το προλεταριάτο αναχθεί σε κυρίαρχη τάξη, τότε ταυτόχρονα έστω και με βίαιο τρόπο, θα καταργηθούν οι παλιές σχέσεις παραγωγής και μαζί τους και οι όροι ύπαρξης των ταξικών αντιθέσεων και θα περάσουμε σε μια αταξική κοινωνία (Σιδεράς, 1994, 18 και Αρον, 1994, 210).


ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Η ΥΛΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
            Ο Μαρξ αναδεικνύει την ιστορικότητα των εννοιών, απορρίπτοντας γενικεύσεις που αγνοούν τις κοινωνικές σχέσεις. Η προσέγγισή του υπήρξε ελεγκτική ως προς τους ιστορικούς όρους και τις κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωναν τις σχέσεις που κάθε φορά κατέγραφε. Εξ ου και η θέση του ότι ο άνθρωπος αποτελεί ιστορικο-κοινωνικό υποκείμενο, που κινείται όχι σε μια γραμμικά εξελικτική ιστορία, αλλά σε ένα πλέγμα συμπλεκόμενων ιστορικών συνθηκών, που διαμορφώνονται από τη δράση των κοινωνικών ομάδων. Αυτή η προσέγγιση είναι για τον Μαρξ εγγενής, ως προς την ιστορική δυνατότητα του ανθρώπου να απελευθερωθεί από το καπιταλιστικό σύστημα (Αντωνοπούλου, 2001, 151-152 και Αντωνοπούλου, 2008, 110 και Πουλαντζάς, 1990, 190).
            Μέσα από την ανάλυση των εννοιών του ‘εμπορεύματος’, της ‘αξίας’ και του ‘χρήματος’, ο Μαρξ αναδεικνύει την κοινωνική υπόσταση των υλιστικών παραμέτρων της κοινωνίας. Η ανταλλακτική σχέση των εμπορευμάτων διαμεσολαβούμενη από το χρήμα, υποδηλώνει την κοινωνική σχέση των κατόχων τους. Αυτή η σχέση αντικειμενοποιείται και μπορεί να νοηθεί όχι ως σχέση των υποκειμένων, αλλά των πραγμάτων που ανταλλάσσονται. Το εμπόρευμα και η αποτίμησή του σε χρήμα, αποτελεί ένα κοινωνικό ‘πράγμα’, που υποκαθιστά τον κάτοχο του. Αυτό αναδεικνύει την υλικότητα σε κύρια ιδιότητα και περιεχόμενο των κοινωνικών σχέσεων. Το ‘κεφάλαιο’ ειδικότερα, ενσωματώνει όλες τις επιμέρους υλικές μορφές που σχετίζονται με την παραγωγή και την κυκλοφορία εμπορευμάτων, συμπυκνώνοντας τις κοινωνικές σχέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας (Αντωνοπούλου, 2001, 152-153).
            Κατ’ ουσία, ο Μαρξ αναγνωρίζει θετικά στοιχεία στον καπιταλισμό εάν ιδωθεί ως αναγκαίο στάδιο μιας εξελικτικής πορείας ή μιας νομοτελειακής ιστορικής εξέλιξης. Ο κομμουνισμός δεν αποτελεί ένα ιδεώδες, μια σύλληψη υπερβατική και ουτοπική, αλλά τον τελικό κρίκο και το μοιραίο αποτέλεσμα μιας εξέλιξης. Υπό αυτή την έννοια, η ιστορία αποτελεί μια οικουμενική και ορθολογική διαδικασία. Η αστική κοινωνία του καπιταλισμού, αποτελεί εξέλιξη που οικοδομήθηκε πάνω στα προ-καπιταλιστικά υπολείμματα. Άρα αποτελεί μια βαθμίδα, ένα εξελικτικό στάδιο των σχέσεων παραγωγής και μια κοινωνική μορφή που ακολουθεί τα προγενέστερα στάδια, προηγούμενη του τελικού σταδίου. Η θέση αυτή επιβεβαιώνει την υλιστική άποψη ότι η ιστορία αποτελεί την ομοιογενή διαδρομή εξέλιξης των τρόπων παραγωγής, εκεί που οι προγενέστερες συνθήκες καθορίζουν τις διάδοχες (Ρωμανός, 2008, 21-22 και Αντωνοπούλου, 2008, 95).
            Η περιοδοποίηση της ιστορίας βάσει της ‘εργασίας’, καθιστά τον ιστορικό χρόνο συνώνυμο της προόδου που οδηγείται σε μια οριστική κατεύθυνση, μια τελεολογία λογικής διαδοχής κοινωνικών σχέσεων, με αποκορύφωμα τον κομμουνισμό. Υπάρχει δηλαδή μια υλική αιτιότητα στην προοδευτική ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, που οδηγεί στη μελλοντική απελευθέρωση του ατόμου εντός μιας αταξικής κοινωνίας (Ρωμανός, 2008, 22). Η υλιστική θεώρηση της ιστορίας στη βάση αυτής της μελλοντικής απελευθέρωσης (που είναι εγγενής στην καπιταλιστική ανάπτυξη), καθιστά τον καπιταλισμό εκτός από υφιστάμενη πραγματικότητα και ιστορική δυνατότητα. Η νεωτερικότητα λοιπόν για τον Μαρξ έχει δύο όψεις, μία των υφιστάμενων δεινών και της αλλοτρίωσης και μία της εν δυνάμει μελλοντικής χειραφέτησης (Ρωμανός, 2008, 4-5).
            Ο ιστορικός διαλεκτικός υλισμός (διαλεκτικός ως προς τη μέθοδο μελέτης και υλιστικός ως προς τη σύλληψη των φαινομένων) στηρίζεται στη θέση ότι η ύλη έχει αιώνιο χαρακτήρα και ο κόσμος αποτελεί προϊόν της κίνησης της. Ο άνθρωπος αποτελεί κομμάτι της φυσικής εξέλιξης που αποκτά συνείδηση του εαυτού του. Για τη μαρξιστική θεωρία, η γνώση και η συνείδηση αυτή εξαρτώνται από την παραγωγή υλικών αγαθών για την ικανοποίηση βιοποριστικών αναγκών. Η κοινωνική υπόσταση είναι κατά βάση υλική και οι υλικές συνθήκες της ζωής είναι που καθορίζουν τις ανθρώπινες ιδέες και αντιλήψεις. Η κίνηση-μετάβαση από μια κατάσταση σε μια άλλη αποτελεί ‘διαλεκτική αντίθεση’ που εκφράζεται στην κοινωνία με τη συνύπαρξη των κοινωνικών τάξεων και την ταξική πάλη (Αντωνοπούλου, 2008, 65&66&67-68&94).

           
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ, Μ., (2008), Οι Κλασικοί της Κοινωνιολογίας: Κοινωνική Θεωρία και Νεότερη Κοινωνία, Αθήνα, Εκδόσεις Σαβάλλα. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση : http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/552 , (σ.σ. η αρίθμηση της έντυπης έκδοσης διαφέρει).
  • ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ, Μ., (2001), «Ο Υλισμός και η Σκέψη του Μαρξ», Ουτοπία: διμηνιαία έκδοση θεωρίας και πολιτισμού, τεύχος 47, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2001, σελ. 150-155, Αθήνα, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/3473
  • ΑΡΟΝ, Ρ., (1994), Η Εξέλιξη της Κοινωνιολογικής Σκέψης, μτφρ. Μ. Λυκούδης, Αθήνα, Εκδόσεις Γνώση.
  • ΜΑΡΞ, Κ., και ΕΝΓΚΕΛΣ, Φ., (1997), Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμος Α, μτφρ. Κ. Φιλίνης, Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg.
  • ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ, Ν., (1990), «K. Marx & F. Engels», κεφ.7 στο συλλογικό έργο Η Φιλοσοφία – Τόμος Γ’ από τον Καντ ως τον Χουσσερλ, επιμ. Φ. Σατελέ, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα, Εκδόσεις Γνώση.
  • ΡΩΜΑΝΟΣ, Β., (2008), «Ο Καρλ Μαρξ και η Νεωτερικότητα», Εναλλακτικό Διδακτικό Υλικό ΕΑΠ (ΕΔΥ CD) για την ΕΠΟ41, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ, (σ.σ. χρησιμοποιείται η αρίθμηση σελίδων της μεταφόρτωσης σε αρχείο Word).
  • ΣΙΔΕΡΑΣ, Σ., (1994), Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος – Καρλ Μαρξ και Φρήντριχ Ένγκελς, μεταγραφή και μορφοποίηση κειμένου για το αρχείο των Μαρξιστών στο διαδίκτυο, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://nuclear.dnsalias.com/tmp/manifesto.pdf

© ΙΖ 2011